https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1422/image_1920?unique=24853b1
    13,00 € 11,69 € 11.69 EUR
    12,26 €

    This combination does not exist.

    Αγορά


    «Προσπάθησε να παραμείνεις κόσμιος, Μάρλοου» βρυχήθηκε μια φωνή, και τότε κατάλαβα πως, εκτός από μένα, είχε μείνει ξύπνιος τουλάχιστον ένας ακόμα ακροατής. 

    «Ζητώ συγγνώμη. Ξέχασα ν’ αναφέρω το μαράζι, που αποτελεί το άλλο μισό του τιμήματος. Βέβαια, το τίμημα δεν έχει και μεγάλη σημασία, αρκεί να εκτελεστεί καλά το ακροβατικό. Εσείς τα δικά σας ακροβατικά τα εκτελείτε πολύ ωραία. Αλλά ούτε κι εγώ τα πήγα άσχημα, αφού κατάφερα να μην το βυθίσω το ατμόπλοιο στο πρώτο μου ταξίδι. Ακόμα μου φαίνεται απίστευτο. Φανταστείτε έναν άνθρωπο να οδηγεί μια καρότσα σε κακοτράχαλο δρόμο με τα μάτια δεμένα. Είχε πολύ ιδρώτα και πολλή τρομάρα η υπόθεση, σας διαβεβαιώ. Έτσι κι αλλιώς, για τον ναυτικό, που καθήκον του είναι να διατηρεί το σκάφος του πάντα στην επιφάνεια του νερού, το να πάει και να του σκίσει τη γάστρα αποτελεί ασυγχώρητο αμάρτημα. Όσο και να ξέρεις από τέτοια, ποτέ δεν τον ξεχνάς αυτό τον ήχο. Μαχαίρι στην καρδιά. Τον θυμάσαι, σου ξανάρχεται στον ύπνο σου, ξυπνάς τις νύχτες και τον σκέφτεσαι —κι ας έχουν περάσει χρόνια—, σε λούζει κρύος ιδρώτας. Δεν εννοώ βέβαια πως το ατμόπλοιο ήταν διαρκώς στην επιφάνεια του νερού. Χρειάστηκε πάνω από μια φορά να πλατσουρίσει και λίγο στα ρηχά, με είκοσι κανίβαλους τριγύρω να παλεύουνε μες στα νερά για να σπρώξουν. Είχαμε πάρει μερικούς τέτοιους εν είδει πληρώματος. Έξοχoι κύριοι —οι κανίβαλοι— στη δουλειά τους. Άνδρες με τους οποίους μπoρούσες να συνεργαστείς, και τους είμαι ευγνώμων. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν έκατσαν να φάνε ο ένας τον άλλον μπροστά μου: είχαν φέρει μαζί τους κάμποσο κρέας ιπποπόταμου, το οποίο σάπισε, κι έτσι το μυστήριο της ζούγκλας έγινε σκέτη μπόχα μες στη μύτη μου. Πφφ! Ακόμα το μυρίζω. Είχα μαζί και τον διευθυντή, και τρεις-τέσσερις απ’ τους προσκυνητές με τα ραβδιά τους — ήμασταν πλήρεις. Πότε-πότε συναντούσαμε κανένα σταθμό κοντά στην όχθη, να κρέμεται απ’ τα φουστάνια του Άγνωστου. Kαι φάνταζαν τόσο μα τόσο αλλόκοτοι οι λευκοί που έβγαιναν τρέχοντας από την ετοιμόρροπη τρώγλη τους και μας καλωσόριζαν κουνώντας έξαλλα τα χέρια απ’ τη χαρά και την έκπληξή τους — έμοιαζαν λες και κάποιο ξόρκι τούς κρατούσε αιχμάλωτους σ’ εκείνα τα μέρη. Για λίγο ακουγόταν παντού η λέξη “ελεφαντόδοντο” — κι ύστερα συνεχίζαμε το ταξίδι, μες στη σιωπή, περνώντας δίπλα από εκτάσεις άδειες, καβατζάροντας καμπές της κοίτης, ανάμεσα στα ψηλά τοιχώματα του φιδογυριστού μας δρόμου, όπου αντηχούσε σαν κούφιος κρότος ο αργός, ρυθμικός χτύπος του τροχού της πρύμνης. Δέντρα, δέντρα, εκατομμύρια δέντρα, πελώρια, σε τεράστια ύψη· και μπροστά στα πόδια τους, κόντρα στο ρεύμα και σχεδόν χαϊδεύοντας την όχθη, περνούσε το μικρό, βρώμικο ατμόπλοιο, σαν βραδυκίνητο σκαθάρι που περπατάει στο πάτωμα μιας θεόρατης στοάς. Ένιωθες πολύ μικρός, ολότελα χαμένος. Κι όμως, εκείνο το συναίσθημα δεν ήταν ακριβώς καταθλιπτικό. Στο κάτω κάτω, όσο μικρός κι αν ήσουν, το βρωμερό σκαθάρι συνέχιζε να περπατάει — έκανε δηλαδή αυτό ακριβώς που ήθελες να κάνει. Προς τα πού φαντάζονταν οι προσκυνητές πως πορευόταν το σκαθάρι; Αυτό δεν το ξέρω. Μάλλον προς κάποιο μέρος όπου ήλπιζαν πως θά ’βρισκαν κάτι. Στο δικό μου μυαλό, το σκαθάρι περπατούσε προς τον Κουρτς — και μόνο. Όταν όμως οι σωλήνες του ατμού άρχισαν να χάνουν, ο ρυθμός μας έγινε πολύ αργός. Το ποτάμι ανοιγόταν μπροστά μας κι έκλεινε πίσω μας, λες και το δάσος είχε μπει, χαλαρά κι ανέμελα, στο νερό για να μας φράξει το δρόμο της επιστροφής. Χωνόμασταν όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του σκότους. Κι είχε πολλή σιωπή εκεί μέσα. Καμιά φορά, τις νύχτες, ο ήχος των ταμπούρλων ξέφευγε από το παραπέτασμα των δέντρων και κατέβαινε στο ποτάμι, κι έμενε να αιωρείται αχνός, μετέωρος, ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μέχρι το πρώτο φως της μέρας. Τι μπορεί να σήμαινε —πόλεμο, ειρήνη ή προσευχή— δεν το ξέραμε.

    Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους, σελ.: 69-70 μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

    πατώντας οδηγείστε στη σελίδα του βιβλίου Η καρδιά του σκότους του Τζόζεφ Κόνραντ στο ΔΩΜΑ