Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Με τις ραδιουργίες του μίσους τους γύρεψαν να βρουν ποιο θά ’ταν το σκληρότερο βάσανο για την ευαίσθητη ψυχή μου, και διέρρηξαν με βία κάθε δεσμό που μ’ ένωνε μαζί τους. Εγώ τους ανθρώπους θα τους αγαπούσα ό,τι και να κάνανε. Απ’ τη στοργή μου απαλλάχτηκαν μόνο και μόνο επειδή πάψανε να είναι άνθρωποι. Και ιδού αυτοί λοιπόν, ξένοι, άγνωστοι, τελικά ανύπαρκτοι για μένα, αφού έτσι το θέλησαν. Αλλα εγώ, αποκομμένος απ’ αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω. Μα πριν απ’ αυτή την έρευνα πρέπει, δυστυχώς, πρώτα να εξετάσω εν τάχει την τωρινή μου συνθήκη. Είναι αναγκαίο να μεσολαβήσει αυτή η εξέταση, ώστε να μπορέσω να μεταβώ από εκείνους σε εμένα. 

Έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια που βρίσκομαι σ’ αυτή την παράξενη θέση, κι ακόμα μου φαίνεται σαν όνειρο. Φαντάζομαι διαρκώς πως με ταλαι­πωρεί μια δυσπεψία, πως κάνω κακό ύπνο, πως θα ξυπνήσω ανακουφισμένος από την ενόχληση και περι­τριγυρισμένος από τους φίλους μου. Ναι, προφανώς, χωρίς να το αντιληφθώ, πρέπει να έκανα ένα άλμα από τον ξύπνιο στον ύπνο, ή μάλλον απ’ τη ζωή στο θάνατο. Κάπως αποκόπηκα από την τάξη του κόσμου και βρέθηκα πεταμένος σ’ ένα χάος ακατάληπτο μες στο οποίο δεν αντιλαμβάνομαι τίποτα απολύτως. Κι όσο περισσότερο αναλογίζομαι την τωρινή μου κατάσταση, τόσο λιγότερο μπορώ να καταλάβω πού είμαι. 

Αχ! Πώς μπορούσα να προβλέψω τη μοίρα που με περίμενε; Πώς γίνεται ακόμη και σήμερα να τη συλλάβω, κι ας είμαι παραδομένος σ’ αυτήν; Πώς μπορούσα να διανοη­θώ πως μια μέρα, εγώ, ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν και πριν, ο ίδιος άνθρωπος που είμαι και σήμερα, θα θεω­ρούμουν, θα παρουσιαζόμουν, πέραν πάσης αμφιβο­λίας, σαν τέρας, διαφθορέας, φονιάς· πως θα γινόμουν η φρίκη του ανθρωπίνου γένους, άθυρμα του όχλου· πως ο μόνος χαιρετισμός που θα μου απηύθυναν οι διαβάτες θα ήταν το φτύσιμο· πως μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων θα θέλανε ολόψυχα και σε πλήρη σύμπνοια να με θάψουν ζων­τανό; Όταν συνέβη αυτή η παράξενη μεταστροφή, αιφνι­διάστηκα και στην αρχή βρέθηκα σε σύγχυση. H ταραχή κι η αγανάκτησή μου μ’ έριξαν σ’ ένα παραλήρημα που χρειά­στηκε πάνω από δέκα χρόνια για να υποχωρήσει. Και σε αυτό το διάστημα, διαπράττον­τας το ένα σφάλμα μετά το άλλο, το ένα ολίσθημα μετά το άλλο, τη μια βλακεία μετά την άλλη, πρόσφερα με την αφροσύνη μου στους κουμανταδόρους του πεπρωμένου μου άφθονα εργαλεία τα οποία χρησιμοποίησαν με επιδεξιότητα για να ορίσουν τελεσίδικα το ριζικό μου. 

Πάλεψα για καιρό, παθιασμένα μα και μάταια· αδέξια, άτεχνα, ανυπόκριτα, ασύνετα· ευθύς, ανοιχτός, ανυπόμονος, παράφορος, το μόνο που κατάφερα συγκρουό­μενος ήταν να πέσω ακόμα πιο βαθιά στην παγίδα, δίνοντάς τους διαρκώς νέα πατήματα, τα οποία αυτοί δεν δίστασαν να αξιοποιήσουν. Όταν τελικά συνειδητοποίησα πως όλες μου οι προσπάθειες ήταν ανώφελες και πως μάταια βασανιζόμουν, υιοθέτησα τη μόνη στάση που μου απέμενε: υποτάχτηκα στη μοίρα μου κι έπαψα να μάχομαι ενάν­τια στο αναπόφευκτο. Σε τούτη την παραίτηση βρήκα αποζημίωση για όλα μου τα δεινά. Βρήκα γαλήνη — γαλήνη ασυμβίβαστη με τον αδιάκοπο μόχθο μιας αντίστασης επώδυνης και άγονης.

Ζαν-Ζακ Ρουσσώ

Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή 


Περισσότερα


/about