Τα συναισθήματα

Ζαν-Πωλ Σαρτρ

Τα συναισθήματα

https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1657/image_1920?unique=7446f99

Σχεδίασμα μιας θεωρίας

Μετάφραση-εισαγωγή: Αντώνης Χατζημωυσής

12,60 € 12.6 EUR 14,00 €

13,21 €

Not Available For Sale

Αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει.

Για να κατανοήσουμε το συναίσθημα, λέει ο Σαρτρ, πρέπει να καταλάβουμε τη λειτουργία του. Όταν η συνείδηση δεν μπορεί να αντέξει τον κόσμο όπως αυτός είναι και αδυνατεί να τον αλλάξει εμπράκτως, σπεύδει σύσσωμη να τον συλλάβει διαφορετικά. Ανήμπορη να μεταβάλει τον κόσμο πραγματικά, η συνείδηση τον μεταμορφώνει μαγικά.  

Σε τούτο το κλασικό δοκίμιο ο Σαρτρ επιχειρεί να φέρει τα εργαλεία της φαινομενολογίας στη μελέτη του συναισθήματος, ενώ ταυτόχρονα ασκεί κριτική τόσο στις ­κυρ­ίαρ­χες ψυχο­λογικές θεωρίες του καιρού του όσο και στην ψυχανάλυση. Μέσα από αριστοτεχνικές περιγραφές της θυμικής εμπει­ρίας γενικά, αλλά και των επιμέρους συναι­σθημάτων ειδι­κότερα —του φόβου, της οργής, της θλίψης ή της ­χαράς­—, ο Σαρτρ προτείνει εδώ μια νέα φιλοσοφική θεμελίωση της ψυχολογίας.

Ο Jean-Paul Sartre γεννήθηκε το 1905 στο Παρίσι, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, μέχρι το θάνατό του το 1980. Έγραψε φιλο­σοφικά έργα, μυθιστορήματα, θεα­τρικά, ενώ είχε εντονότατη δημόσια παρουσία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναδείχθηκε σε δεσπόζουσα μορφή της γαλλικής σκέψης. Το 1964 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογο­τεχνίας, το οποίο αρνήθηκε να δεχτεί. Από το ΔΩΜΑ κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός.

Το πρόβλημα της ψυχολογίας

Η ψυχολογία, στο βαθμό που αξιώνει ότι είναι επιστήμη, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε περισσότερο από ένα άθροισμα ετερόκλητων γεγονότων, τα περισσότερα εκ των ­οποίων είναι εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους. Τι θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό, π.χ., από τη μελέτη της στροβοσκοπικής ψευδαίσθησης και τη μελέτη του συμπλέγματος κατωτερότητας; Αυτή η αταξία δεν είναι τυχαία· προκύπτει από τις ίδιες τις αρχές της ψυχολογικής επιστήμης. Το να περι­μένεις το γεγονός σημαίνει, εξ ορισμού, πως περιμένεις το αποκομμένο· σημαίνει πως προτιμάς, στο βωμό του θετικισμού, το συμβεβηκός αντί για το ουσιώδες, το ενδεχομενικό αντί για το αναγκαίο, την αταξία αντί για την τάξη· σημαίνει πως μεταθέτεις, για λόγους αρχής, το ουσιώδες για το μέλλον: «Αυτό είναι για αργότερα, όταν θα έχουμε συγκεντρώσει αρκετά γεγονότα». Στην πραγματικότητα, οι ψυχολόγοι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι είναι εξίσου αδύνατο να φτάσουμε στην ουσία συσσωρεύοντας συμβεβηκότα όσο και το να φτάσουμε στη μονάδα προσθέτοντας επ’ άπειρον ψηφία στα δεξιά του 0,99. Αν ο μόνος στόχος τους είναι να συσσωρεύσουν λεπτομέρειες, δεν έχουμε τίποτα να τους αντιτείνουμε — απλώς δεν βλέπουμε τι μπορεί να προσφέρει το να δουλεύεις έτσι, σαν συλλέκτης. Αν όμως υποκινούνται, παρά τη μετριοφροσύνη τους, από την κατ’ αρχήν αξιέπαινη ελπίδα πως κάποια στιγμή αργότερα θα επιτευχθεί, με βάση τις μονογραφίες τους, μια ανθρωπολογική σύνθεση, τότε βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση με τον εαυτό τους. Θα πει κάποιος πως αυτή ακριβώς είναι η μέθοδος και η φιλοδοξία των επιστημών της φύσεως. Σε αυτό πρέπει να απαντήσουμε ότι οι επιστήμες της φύσεως δεν αποσκοπούν στο να γνωρίσουν τον κόσμο αλλά τις συνθήκες δυνατότητας ορισμένων γενικών φαινομένων. Πάει καιρός τώρα που η έννοια του κόσμου εξαφανίστηκε κάτω απ’ το βάρος της κριτικής των μεθοδολόγων, ακριβώς επειδή είναι αδύνατο να εφαρμόζουμε τις μεθόδους των θετικών επιστημών και την ίδια στιγμή να ελπίζουμε πως αυτές θα οδηγήσουν κάποια στιγμή στην ανακάλυψη του νοήματος της συνθετικής ολότητας που ονομάζουμε κόσμο. Όμως ο άνθρωπος είναι ένα ον ίδιου τύπου με τον κόσμο, και μάλιστα ενδέχεται, σύμφωνα με τον Heidegger, οι έννοιες του κόσμου και της «ανθρώπινης πραγματικότητας» (Dasein) να είναι αξεχώριστες. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, η ψυχολογία είναι αναγκασμένη να παραδεχθεί πως δεν θα συλλάβει ποτέ την ανθρώπινη πραγματικότητα, εάν τέλος πάντων αυτή η ανθρώπινη πραγματικότητα υπάρχει. 


Εισαγωγή, σελ. 40–42.

Για την παθητική θλίψη

Η παθητική θλίψη χαρακτηρίζεται, ως γνωστόν, από μια συμπεριφορά συντριβής· παρατηρείται μυϊκή χαλάρωση, ωχρότητα, ψύχρανση των άκρων· μαζευόμαστε σε μια γωνιά, μένουμε καθιστοί, ακίνητοι, προσφέροντας μια όσο το δυνατόν μικρότερη επιφάνεια του εαυτού μας στον κόσμο. Προτιμάμε το ημίφως από το άπλετο φως, τη σιωπή από το θόρυβο, τη μοναξιά ενός δωματίου από τα πλήθη των δημόσιων χώρων ή των δρόμων. «Για να μείνουμε μόνοι», όπως λέμε, «με τον πόνο μας». Αυτό δεν είναι διόλου αλήθεια. Είναι της μόδας να δείχνει κανείς πως στοχάζεται βαθιά τα βάσανά του. Αλλά είναι αρκετά σπάνιο φαινόμενο ένας άνθρωπος να αγαπά πραγματικά τον πόνο του. Ο λόγος είναι τελείως διαφορετικός: μολονότι χάθηκε μια από τις πάγιες συνθήκες της δράσης μας, ο κόσμος συνεχίζει να απαιτεί από εμάς να ενεργούμε μέσα σε αυτόν και πάνω σε αυτόν, δίχως να υπάρχει πλέον αυτή η πάγια συνθήκη. Οι περισσότερες από τις δυνητικότητες που τον ενοικούν (οι δουλειές που πρέπει να γίνουν, οι άνθρωποι που πρέπει να δούμε, οι πράξεις της καθημερινής ζωής που πρέπει να εκτελέσουμε) έχουν παραμείνει οι ίδιες. Όμως τα μέσα για την επίτευξή τους, τα μονοπάτια που διασχίζουν τον «οδολογικό χώρο» μας έχουν αλλάξει. Για παράδειγμα, αν έχω μόλις μάθει ότι καταστράφηκα οικονομικά, δεν έχω πλέον τα ίδια μέσα (δικό μου αυτοκίνητο, κ.λπ.). Πρέπει να υποκαταστήσω τα πρότερα μέσα με νέα μέσα (να πάρω το λεωφορείο, κ.λπ.)· και αυτό ακριβώς δεν θέλω. Η θλίψη στοχεύει στην κατάργηση της υποχρέωσης να αναζητήσω αυτά τα νέα μονοπάτια, αποσκοπεί στη μεταμόρφωση της δομής του κόσμου αντικαθιστώντας την παρούσα διάρθρωση του κόσμου με μια δομή εντελώς αδιαφοροποίητη. Εν ολίγοις, σκοπός είναι να καταστήσω τον κόσμο μια θυμικά ουδέτερη πραγματικότητα, ένα σύστημα σε πλήρη θυμική ισορροπία, να αποφορτίσω τα αντικείμενα που έχουν ισχυρή συναισθηματική φόρτιση, να τα φέρω όλα στο θυμικό μηδέν και, έτσι, να τα θεωρήσω όλα ως απολύτως ισοδύναμα και εναλλάξιμα. Με άλλα λόγια, επειδή πλέον ούτε μπορούμε ούτε και θέλουμε να κάνουμε αυτό που σχεδιάζαμε, φερόμαστε κατά τρόπο τέτοιον ώστε το σύμπαν να μην απαιτεί πλέον τίποτα από εμάς. Ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να ενεργήσουμε πάνω στον εαυτό μας, μπαίνοντας οικειοθελώς «σε λήθαργο» — και το νοηματικό σύστοιχο αυτής της στάσης είναι αυτό που θα ονομάσουμε «το ζοφερό»: το σύμπαν είναι ζοφερό, δηλαδή: έχει μια αδιαφοροποίητη δομή. Την ίδια στιγμή, παίρνουμε από τη μεριά μας μια μαζεμένη θέση, «κουρνιάζουμε». Το νοηματικό σύστοιχο αυτής της στάσης είναι «το καταφύγιο». Όλο το σύμπαν είναι ζοφερό, αλλά επειδή ακριβώς θέλουμε να προστατευτούμε από την τρομακτική και απέραντη μονοτονία του, δημιουργούμε έναν τυχαίο δικό μας χώρο, μια δική μας «γωνιά». Είναι η μόνη διαφοροποίηση στην απόλυτη μονοτονία του κόσμου: ένα τοιχίο, λίγη αφάνεια, που κρύβει τη ζοφερή απεραντοσύνη του κόσμου.


Σχεδίασμα μιας φαινομενολογικής θεωρίας, σελ. 91–93.

Αιχμάλωτοι στο συναίσθημα

Η συνείδηση είναι θύμα της παγίδας που η ίδια στήνει. Επειδή ακριβώς ζει τη νέα όψη του κόσμου πιστεύοντας σ’ αυτήν, παγιδεύεται στην πεποίθησή της, ακριβώς όπως συμβαίνει στα όνειρα και στην υστερία. Η συναισθηματική συνείδηση είναι αιχμάλωτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι την έχει αιχμαλωτίσει κάποιο ον εξωτερικό προς αυτήν. Είναι αιχμάλωτη του εαυτού της, υπό την έννοια ότι δεν εξουσιά­ζει αυτή την πεποίθηση, την οποία προσπαθεί να ζήσει, επειδή ακριβώς τη ζει, επειδή απορροφιέται ολόκληρη καθώς τη ζει. Δεν πρέπει να φανταστούμε πως, χάρη στην αυτενέργειά της, η συνείδηση θα είναι πάντα ελεύθερη να αρνηθεί ένα πράγμα τη στιγμή ακριβώς που θέτει αυτό το πράγμα. Μια τέτοια αυτενέργεια θα ήταν αντιφατική. Η συνείδηση, από την ίδια την ουσία της, αυθυπερβαίνεται — της είναι, επομένως, αδύνατον να αποσυρθεί στον εαυτό της και να αμφισβητήσει το κατά πόσο βρίσκεται έξω, στο αντικείμενο. Δεν γνωρίζει τον εαυτό της παρά μόνο μέσα στον κόσμο. Και άρα η αμφιβολία θα είναι, από τη φύση της, είτε η διάπλαση μιας υπαρξιακής ποιότητας του αντικειμένου —του αμφιβόλου­— είτε μια ανασκοπική δραστηριότητα αναγωγής, δηλαδή το χαρακτηριστικό μιας νέας συνείδησης στραμμένης προς τη θέτουσα συνείδηση. Έτσι, καθώς η συνείδηση ζει τον μαγικό κόσμο μες στον οποίο έχει ριχτεί, έχει την τάση να διαιωνίζει τον κόσμο στον οποίο αιχμαλωτίζεται: το συναίσθημα έχει την τάση να διαιωνίζεται. Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε για το συναίσθημα ότι είναι κάτι που η συνείδηση το παθαίνει, που το υφίσταται: η συνείδηση συγκινείται απ’ τη συγκίνησή της, απ’ το συναί­σθημά της, το επαυξάνει. Όσο πιο γρήγορα το βάζει κανείς στα πόδια, τόσο περισσότερο φοβάται. Ο μαγικός κόσμος διαμορφώνεται, παίρνει μορφή, στη συνέχεια δένεται πάνω στη συνείδηση και την αγκαλιάζει: η συνείδηση δεν μπορεί να θέλει να ξεφύγει απ’ αυτόν, μπορεί να προσπαθήσει να ξεφύγει από το μαγικό αντικείμενο, αλλά το να ξεφύγει από αυτό σημαίνει να του δώσει μια ακόμη ισχυρότερη μαγική πραγματικότητα. Και αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα της αιχμαλωσίας η συνείδηση δεν τον συνειδητοποιεί μέσα της, τον αντιλαμβάνεται στα αντικείμενα: τα αντικείμενα είναι σαγηνευτικά, συναρπαστικά, έχουν κατακυριεύσει τη συνεί­δηση. Η απελευθέρωση πρέπει να προέλθει από έναν καθαρτήριο αναστοχασμό, ή απ’ την πλήρη εξαφάνιση της συγκινούσας κατάστασης.


Σχεδίασμα μιας φαινομενολογικής θεωρίας, σελ. 103–104.

Ζαν-Πωλ Σαρτρ    

ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Σχεδίασμα μιας θεωρίας


Τίτλος πρωτοτύπου: Esquisse d'une théorie des émotions 

Μετάφραση-εισαγωγή: Αντώνης Χατζημωυσής

Επιμέλεια: Θάνος Σαμαρτζής

Διορθώσεις: Δέσποινα Κανελλοπούλου Μαριλένα Καραμολέγκου 


117 σελ.  

14 € 

Κυκλοφορία: Ιούνιος 2025  

Σειρά: ΤΑ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΑ / 1

ISBN: 978-618-5598-45-7

Your Dynamic Snippet will be displayed here... This message is displayed because you did not provided both a filter and a template to use.