https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1288/image_1920?unique=ddc24ca
    15,00 € 13,50 € 13.5 EUR
    14,15 €

    This combination does not exist.

    Αγορά


    Η πιο δύσκολη δουλειά κάθε φορά που γυρνούσα στο πατρικό μου ήταν να χαιρετήσω τη μάνα μου. Η μαμά ήταν απ’ τους ανθρώπους που τους αρέσει πολύ να λιποθυμάνε, ιδίως αν είχαμε να ιδωθούμε πάνω από τρεις μήνες. Για διαστήματα μικρότερα των τριών μηνών, ήξερε να κουμαντάρει κάπως την κατάσταση. Απλώς παρα­πατούσε λιγάκι κι έμοιαζε έτοιμη να πέσει, δίνον­τάς μας έτσι χρόνο ώστε να την πιάσουμε προτού να καταρρεύσει. Απουσία ενός μηνός δεν ήταν καθόλου πρόβλημα. Απλώς δάκρυζε λίγο, πριν αρχίσει τον καταιγισμό των ερωτήσεων.  

    Τώρα όμως είχαμε απουσία έξι μηνών, και η πείρα μ’ είχε μάθει πως ήταν προτιμότερο να μην εμφανιστώ άξαφνα μπροστά της. Η κατάλληλη τεχνική ήταν να μπεις πατώντας στις μύτες των ποδιών, να την αγκαλιάσεις από πίσω, να αναγγείλεις χαμηλόφωνα τον ερχομό σου και να περιμένεις τα γόνατά της να λυθούν. Ειδάλλως, θα κραύγαζε με κομμένη την ανάσα «Δόξα τω Θεώ!», και πάρ’ την κάτω. Όταν έπεφτε, είχε ένα κόλπο όπου μάζευε κάθε μέλος του κορμιού της και γινόταν σαν μια μάζα από υδράργυρο, κι ήταν αδύνατο να τη σηκώσεις. Μετά από πολλή και μάταιη προσπάθεια του άρτι αφιχθέντος γιου, σηκωνόταν τελικά μόνη της κι άρχιζε αμέσως να μαγειρεύει κάτι τεράστια γεύματα. 

    Της μαμάς τής άρεσε πάρα πολύ να λιποθυμάει. Ήταν κάτι που το έκανε με μεγάλη τέχνη. Χρειαζόταν απλώς μια καλή αφορμή.  Της μαμάς τής άρεσε επίσης πολύ να πεθαίνει. Μια ή δυο φορές το χρόνο, και ιδίως την περίοδο των Χριστουγέννων, ερχόντουσαν τηλεγραφήματα που μας ενημέρωναν πως η μαμά ξαναπέθαινε. Αλλά δεν μπορούσαμε να το ρισκάρουμε και ν’ απουσιάσουμε. Έτσι, οι τρεις γιοι της μαζευόμασταν απ’ τις τρεις γωνιές της Άγριας Δύσης για να βρεθούμε πλάι της, στο νεκροκρέβατό της. Για κάνα-δυο ώρες πέθαινε, κι απ’ το λαρύγγι της ακούγονταν κάτι ήχοι σαν να βαρούσαν κατσαρόλες και τηγάνια, και μόνο το ασπράδι των ματιών της φαινόταν, και μας φώναζε, τον καθέ­­να με τ’ όνομά του, καθώς γλιστρούσε σιγά-σιγά στην κοιλάδα των σκιών. Αλλά μετά, ξαφνικά, αισθανόταν πολύ καλύτερα, σηκωνόταν απ’ το νεκροκρέβατο και πήγαινε να ετοιμάσει μια πελώρια γαβάθα ραβιόλια.  

    Τζων Φάντε, Γεμάτη ζωή, σελ. 42–43