https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1325/image_1920?unique=72390d0
    20,00 € 18,00 € 18.0 EUR
    18,87 €

    This combination does not exist.

    Αγορά


    Ο Σέρχιο Πιτόλ

    Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση:


    «Κάθε πράγμα είναι μέσα σε όλα τα πράγματα»: Έτσι επιγράφεται το πρώτο κεφάλαιο από την Τέχνη της φυγής, η οποία αποτελεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας της μνήμης. Δεν έχουμε εδώ μια μεταφυσική δήλωση αναφορικά με την προέλευση και τη φύση των πραγμάτων γενικά, ούτε μια κούφια αλχημιστική επωδό: υποστηρίζοντας ευθύς εξ αρχής ότι όλα εμπεριέχονται στα πάντα και εκπορεύονται από αυτά, ότι τα πάντα συνδέονται αδιαχώριστα μεταξύ τους, ο Πιτόλ προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι εδώ δεν πρόκειται να διαβάσει «κλειστές» ιστορίες, αυτοβιο­γραφικές ή μη, με «μήνυμα», με αρχή, μέση και τέλος. Δεν θα διαβάσει καν κάποιο από τα συνηθισμένα είδη της πεζογραφίας. Η Τέχνη της φυγής είναι μια περιδιάβαση στον κόσμο, τον φυ­σικό και τον πνευματικό εξίσου, όπου η λογοτεχνία λειτουργεί ως όχημα και προορισμός μαζί. Το βιβλίο αποτελείται από, εκ πρώτης όψεως, χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους αυτοβιογρα­φικά κείμενα ενός ανθρώπου που τον έχουν φτιάξει «τα βιβλία που έχει διαβάσει, οι πίνακες που έχει δει, η μουσική που έχει ακούσει και ξεχάσει, οι δρόμοι που έχει περπατήσει. Το άτομο είναι τα παιδικά του χρόνια, η οικογένειά του, κάποιοι φίλοι, λί­γοι έρωτες, αρκετές απογοητεύσεις». Είναι ένα βιβλίο που μιλά για τους δεσμούς ανάμεσα στην τέχνη με τον (αληθινό) κόσμο, και για την ισόβια σχέση ενός εραστή και εργάτη της λογοτε­χνίας μαζί της.

    Ο Σέρχιο Πιτόλ γεννήθηκε το 1933 στην Πουέμπλα του Με­ξικού, κι από πολύ νωρίς φάνηκε ότι θα εξελισσόταν σε αυτό που συνήθως ονομάζουμε «άνθρωπο των βιβλίων». Παιδί ασθενικό, μεγάλωσε στο ανθυγιεινό περιβάλλον του οικισμού γύρω από ένα εργοστάσιο ζάχαρης. Πολύ μικρός έχασε τους δυο γονείς του και την αδελφή του. Την ανατροφή του ανέλαβαν συγγενείς, θείοι, θείες, γιαγιάδες ― και τα βιβλία. Αναγκασμένος να μένει για ατέλειωτα διαστήματα στο κρεβάτι, έγινε μανιώδης βιβλιοφάγος.

    Έτσι κατάφερε να επιβιώσει, να μεγαλώσει και, ίσως σε αντιστάθμισμα, να ταξιδέψει όσο λίγοι: οι σπουδές του (στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Πόλης του Μεξικού) τον οδήγησαν πρώτα στη Ρώμη, τη Βαρκελώνη, το Πεκίνο και τη Μόσχα, όπου δούλεψε ως μεταφραστής, και εν συνεχεία του άνοιξαν το δρόμο για μια μακρά καριέρα στο διπλωματικό σώμα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 βρέθη­κε διαδοχικά στη Βαρσοβία, το Παρίσι και τη Βουδαπέστη ως διπλωματικός ακόλουθος, και το 1988 στην Πράγα ως πρέσβης του Μεξικού.

    Ο Πιτόλ άργησε να εμφανιστεί ως συγγραφέας. Ξεκίνησε ως ένας από τους σπουδαιότερους μεταφραστές λογοτεχνίας στην ισπανική γλώσσα (οι μεταφράσεις του σε βιβλία του Χάσεκ, της Τζέιν Ώστεν, του Γκομπρόβιτς, του Χένρυ Τζέιμς, του Κόνραντ, μεταξύ άλλων, παραμένουν εμβληματικές, ενώ οι επιλογές των κειμένων που πρότεινε στους εκδότες συνιστούν από μόνες τους μια ιδανική οικουμενική βιβλιοθήκη). Μέσω της μετάφρασης, αλλά κυρίως χάρη στην τεράστια εποπτεία του της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είχε ενεργή συμμετοχή στη γέννηση σημαντικών εκδοτικών οίκων. Το 1964 δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα, ακολούθησαν μυθιστορήματα, δοκίμια, ακατάτακτα πεζά, βραβεύτηκε, μεταφράστηκε. Αλλά, πάνω απ’ όλα, συνέχισε να δια­βάζει, να ταξιδεύει στον γραπτό κόσμο.

    Δεν αποκλείεται, βέβαια, αυτός ο χαρούμενος, αδιαπραγμάτευτος κοσμοπολιτισμός να ευθύνεται για το γεγονός ότι ο Πιτόλ έγινε λιγότερο γνωστός στο εξωτερικό απ’ ό,τι άλλοι Λατινοαμερικανοί συγγραφείς. Ο Πιτόλ δεν διαθέτει ίχνος «τοπικού» ιδιώματος. Δεν είναι, θα λέγαμε, αρκετά Λατινοαμερικανός, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και το βορειοαμερικανικό φαντασιακό. (Σ’ ένα πολύ χαρακτηριστικό χωρίο του βιβλίου, ο Πιτόλ σημειώνει: «Τους πρώτους μήνες της παραμονής μου στην Ιταλία, είχα συχνά την αίσθηση ότι οι άνθρωποι περίμεναν από μένα, όπως κι από κάθε νεαρό Λατινοαμερικανό, μια πλη­σμονή εξωτικών και πολεμοχαρών οραμάτων, διαφορετικούς τρόπους σκέψης, μύθους, επαναστατικότητα και συγκεκριμένες στρατηγικές που θα βοηθούσαν ίσως στη λύτρωση του παλαιού κόσμου: μια επικαιροποιημένη εκδοχή του ευγενούς αγρίου, με μπορχεσιανές πινελιές και γκεβαρικές ανταύγειες».)

    Παρά την αργοπορημένη αναγνώρισή του από τον αγγλό­φωνο κόσμο, ο Πιτόλ έχει κερδίσει όλα τα μεγάλα βραβεία της Λατινικής Αμερικής. Το 2005 τιμήθηκε και με το βραβείο Cervantes, το λεγόμενο και «Νόμπελ του ισπανόφωνου κόσμου», μια βράβευση που έμοιαζε να έχει κάτι ιδιαίτερα ταιρια­στό: ο Πιτόλ ως συγγραφέας κατοικεί κι ο ίδιος μέσα στα βιβλία, τουλάχιστον όσο κι ο μεγάλος ήρωας του Θερβάντες, ο Δον Κι­χώτης. Οι ομότεχνοί του στέκουν με θαυμασμό αλλά και κάποια αμηχανία μπροστά στη γραφή του. Ο Χουάν Βιγιόρο βεβαιώνει ότι ο Πιτόλ γράφει τα πιο λαμπρά ισπανικά του αιώνα. Η Βαλέ­ρια Λουισέλλι τον χαρακτηρίζει «έναν από τους πιο σύνθετους και πολύμορφους Μεξικανούς συγγραφείς ― χωρίς αμφιβολία, τον πιο ιδιόρρυθμο». Ο Ενρίκε Βίλα­-Μάτας, ο οποίος έχει φι­λοξενήσει τον Πιτόλ και ως χαρακτήρα σε ένα δικό του βιβλίο, σχολιάζει το γράψιμο του Πιτόλ με τη λακωνικότητα που ο ίδιος ο Πιτόλ δεν αγαπά: «Ο τρόπος του» λέει «είναι να λέει τα πάν­τα, αφήνοντας όμως το μυστήριο άλυτο». Όπου το «μυστήριο» δεν είναι άλλο από τον κόσμο.

    Τα κείμενα του Πιτόλ ξεχειλίζουν από ενθουσιασμό, από χιούμορ, από λατρεία για τη λογοτεχνία — μια λατρεία κυριολε­κτικά μεταδοτική. Παντού καραδοκούν, σαν ευμενείς Σειρήνες, άλλα βιβλία, άλλα κείμενα, αυτά που αγαπά ο Πιτόλ, και συνδέονται με τις εμπειρίες που περιγράφει στα δικά του γραπτά. Ωστόσο ο τεχνίτης είναι πάντα παρών: δεν χάνεται στον ίδιο του τον λαβύρινθο, ξέρει ανά πάσα στιγμή πού θέλει να πάει· και παραμένει πάντα πιστός στους τρόπους του, που αντικατοπτρίζουν τη συνολική ιδέα: «Στην περίπτωσή μου» λέει, «η σκέτη, γυμνή έκθεση, δίχως προσθήκες και φιοριτούρες, χωρίς απόηχους και σκιές, αμβλύνει με ολέθριο τρόπο τον αντίκτυπο της ιστορίας μου και της προσδίδει ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, μετατρέποντάς την, εν τέλει, σε απλή κοινοτοπία».

    Απόηχοι, σκιές, πολυσημία. Ο Πιτόλ μάς δείχνει πώς παί­ζεται αυτό το παιχνίδι ήδη από τον τίτλο: El arte de la fuga ― όπου «fuga» στα ισπανικά σημαίνει τόσο τη «φυγή» όσο και τη «φούγκα», τον τρόπο μουσικής σύνθεσης για το οποίο ο Μπαχ έγραψε το ομότιτλο έργο του Die Kunst der Fuge, Η τέχνη της φούγκας. Πράγματι, εδώ συναντάμε μια λογοτεχνική εκδοχή της μουσικής αντίστιξης, αντάξια ενός Μπόρχες: την πολύπλευρη επεξεργασία των τριών βασικών θεμάτων (Μνήμη, Γραφή, Αναγνώσεις), με επιστέγασμα το Ταξίδι στην Τσιάπας, σ’ ένα Μεξι­κό ποτισμένο από εντάσεις ― κοινωνικές, πολιτικές, αλλά και θρησκευτικές, απόκρυφες, ριζωμένες πολύ πιο βαθιά. Μέσα σε κάθε ιστορία συνυπάρχουν πολλές «φωνές», πολλά διαφορετικά νήματα που εξυπηρετούν την ίδια ιδέα. Η κύρια σημασία όμως της ισπανικής λέξης «fuga», η «φυγή» του ελληνικού τίτλου, οδηγεί σε διχαλωτά μονοπάτια. Η μία αναφορά είναι εντελώς προφανής: η μετάβαση, το ταξίδι στους κόσμους, τους φυσικούς και, διά της ανάγνωσης, τους λογοτεχνικούς ― αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του συγγραφέα. Αν ακολουθήσουμε όμως το άλλο σημασιολογικό μονοπάτι, την έννοια της «απόδρασης», θα ανακαλύψουμε σ’ ολόκληρο το βιβλίο τα βιογραφικά επεισόδια να συνυφαίνονται με την τέχνη: τόσο με τα ίδια τα έργα τέχνης όσο και με την πρόσληψή τους από τον συγγραφέα. Ο Πιτόλ, λάτρης της ειρωνείας και της παρωδίας (και κυρίως του αυτο­σαρκασμού), ξέρει από πρώτο χέρι πως η «πραγματική» ζωή και ο «πραγματικός» κόσμος είναι γεμάτοι στραβοπατήματα, παρεξηγήσεις, αμηχανίες, μικρές και μεγάλες ντροπές· είναι ο κόσμος όπου περιδιαβαίνουμε, λίγο­-πολύ αναγκαστικά, σαν μύωπες χωρίς γυαλιά και σαν βαρήκοοι χωρίς ακουστικό (ο Πι­τόλ ήταν και το ένα και το άλλο ― και ταυτόχρονα διαβόητα αφηρημένος). Αλλά έμαθε να δραπετεύει απ’ αυτό τον κόσμο με κάθε ευκαιρία, για να πηγαίνει εκεί όπου η γλώσσα, διά της γραφής πια, μπορεί να πλάσει τα πάντα όπως ακριβώς τα θέλει, να επισκευάσει όλες τις διαρροές, να παροχετεύσει, να φράξει, να γκρεμίσει και να χτίσει, ώστε τα πράγματα να αποκτήσουν σχήμα και, επιτέλους, νόημα.

    Η Τριλογία της μνήμης έμελλε να είναι το τελευταίο μεγά­λο έργο του Σέρχιο Πιτόλ, ο οποίος πέθανε το 2018, χτυπη­μένος από μια εφιαλτική ασθένεια που του στέρησε σταδιακά τη γλωσσική ικανότητα. Το πρώτο μέρος, η Τέχνη της φυγής ξεκίνησε να γράφεται το 1996. (Θα ακολουθήσουν τα άλλα δύο μέρη: Το ταξίδι και Ο μάγος της Βιέννης). Ο Πιτόλ, λογοτεχνι­κά και προσωπικά ώριμος πια, αποδύεται σε μια προσπάθεια να συμφιλιώσει, ή ακόμα και να συγχωνεύσει, τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα που πάντα ένιωθε να τον διεκδικούν: την τέχνη (και ειδικότερα τη λογοτεχνία) από τη μια, και την πραγματική ζωή από την άλλη. Στον πυρήνα της τριλογίας ―και του συγκεκριμένου τόμου ειδικότερα― βρίσκεται αυτή η διαρκής διαπλοκή: Η λογοτεχνία (το διάβασμα) ξυπνάει τη μνήμη της πραγματικής ζωής, και αυτή η μνήμη επιστρέφει, μεταλλάσσεται και ξαναγί­νεται, με το γράψιμο, λογοτεχνία. Η λογοτεχνία δεν περιγράφει τη ζωή ―αυτό, για τον Πιτόλ, είναι έργο ακατόρθωτο―, η ζωή δεν τρέφει τη λογοτεχνία· αντιθέτως, η λογοτεχνία τρέφει τη ζωή, η ζωή είναι μια αφορμή για τη λογοτεχνία. Το δηλώνει κι ο ίδιος: «Μόνο οι καρποί της σκέψης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας δικαιολογούν πραγματικά την παρουσία του ανθρώπου στον κό­σμο».

    «Κάθε πράγμα είναι μέσα σε όλα τα πράγματα» ― για να επιστρέψουμε ξανά στην αρχή. Αυτός είναι ο κόσμος του Πιτόλ, ένας κόσμος όπου η λογοτεχνία και η ζωή γεννούν η μια την άλλη, χωρίς κανέναν περιορισμό. Η Τέχνη της φυγής δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για βιβλία, ούτε η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου των βιβλίων. Είναι μια αυτοβιογραφία της ίδιας της λογοτε­χνίας μέσα από το βλέμμα ενός (συνήθως) ευτυχούς ξενιστή της.


    Μαργαρίτα Ζαχαριάδου