Skip to Content

— Ι —

ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΤΣΕΡΝΟΠΟΛ




Αν μου ζητούσατε να σας περιγράψω, ευσύνοπτα και κατανοητά, με λέξεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, για ποιο λόγο υπερείχε το Τσέρνοπολ έναντι των άλλων πόλεων αυτού του κόσμου, θα σας έλεγα: στο Τσέρνοπολ η ευτέλεια δεν ήτανε ντροπή.

Στην πόλη υπήρχαν και πλούσιοι και φτωχοί, όπως παντού. Κι οι πλούσιοι δεν ήταν ούτε πιο πλούσιοι ούτε πιο εκλεπτυσμένοι ούτε πιο σκληρόκαρδοι ούτε καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο διαφορετικοί απ’ ό,τι αλλού. Οι φτωχοί όμως είχαν μια φτώχεια που για εσάς, τα ευτυχή τέκνα μιας κοινωνίας με στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, θα ήταν πέρα ώς πέρα αδιανόη­τη. Υπήρχαν ζητιάνοι —ορδές ζητιάνων— που οι αποχρώσεις των αποστημάτων και της σήψης τους θ’ άφηναν άφωνο μέχρι κι έναν Ματ­τίας Γκρύνεβαλντ, που οι παραμορφώσεις και οι αναπη­ρίες τους θα προξενούσαν κρίση ταυτότητας ακόμα και σ’ έναν Ιερώνυμο Μπος· κι όπως ανέφερα, κυκλοφορούσαν σε μπουλούκια — ή, μάλλον, σέρνονταν, κυλιόντουσαν, μπουσουλούσαν και σε περι­κύκλωναν, γαντζώνονταν και κρεμιούν­ταν πάνω σου, θαρρείς για να σε τραβήξουν κι εσένα στη βρωμερή, ψειριασμένη τους χαμέρ­πεια· σαν να είχες πατήσει κατά λάθος τη φωλιά τους και να ξεχύνονταν από εκεί μέσα στρατιές ολόκληρες. Το θέαμά τους, ασφαλώς, δεν μας ήταν ευχάριστο. Αλλά συγχρόνως σ’ ολόκληρο το Τσέρνοπολ δεν υπήρχε ψυχή που να συγκινείται τόσο ώστε να κάνει κάτι γι’ αυτούς — είτε με την έννοια του «υπέρ τους» είτε με την έννοια του «εναντίον τους» — τα όρια είναι έτσι κι αλλιώς δυσδιάκριτα.

Αντιθέτως. Αν κάποιος μάς στερούσε αυτό το καθημερινό θέαμα, θα νιώθαμε πως κάτι μας λείπει. Ήταν ένα πράγμα ενταγμένο, με μια μεσαιωνική έννοια, στην εικόνα του κόσμου, αλλά ενός κόσμου στον οποίο ο Θεός δεν παίζει —μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω εδώ ένα «απλώς»— το ρόλο του μειλίχιου Δημιουργού. Έτσι, για μας ήταν απολύτως αυτονόητο πως, εφόσον δεν καταφέρναμε να αποτραβηχτούμε εγκαίρως ώστε να τους αποφύγουμε, θ’ αρχίζαμε να κλωτσάμε χωρίς έλεος κολοβά μέλη και σακατεμένα, δύσοσμα κορμιά — ή, τέλος πάν­των, κι αν δεν ήταν αυτονόητο, ήταν σαφώς πιο κοινή πρακτική από ό,τι η λήψη οποιουδήποτε γενικευμένου μέτρου προς όφελός τους, στο όνομα του ανθρωπισμού, ή έστω της ανθρωπιάς. Στο Τσέρνοπολ, οι αισθητικής φύσεως προβληματισμοί καταλάμβαναν την απολύτως τελευταία θέση.

Θα σπεύσετε, ίσως, να τα χαρακτηρίσετε όλα αυτά κυνικά· και δεν θα σας αντικρούσω. Θα μπορούσα, ωστόσο, να σας αντιτείνω ότι στο Τσέρνοπολ, όπως και παντού αλλού, υπήρχαν άνθρωποι κακοί, αλλά αναμφίβολα και άνθρωποι καλοί· ότι οι κακοί πιθανότατα δεν ήταν πολύ χειρότεροι ή αχρειότεροι απ’ ό,τι αλλού· στους καλούς, ωστόσο, συγκαταλεγόταν κάποτε κι ένας που είχε καλοσύνη αγίου — ή μάλλον, τι λέω! — αγγέλου. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξαν ποτέ άγγελοι στο Τσέρνοπολ, με μοναδική εξαίρεση τον κύριο Πέρκο, που τον αποκαλούσαν «άγγελο των εμιγκρέδων»· αλλά αυτό θα προτιμούσα να σας αφήσω να το κρίνετε μόνοι σας, αργότερα. Υπήρχαν, φυσικά, και άνθρωποι κοινοί, που δεν ήταν ούτε καλοί ούτε κακοί· που ήταν απλώς ανθρωπάκια — από τέτοιους είχε μεγάλη αφθονία, λεγεώνες. Μα υποθέτω πως και για τη δική τους μικρότητα θα δυσκολευτείτε να σχηματίσετε εικόνα, όπως και για την απόλυτη εξαθλίω­ση των φτωχών. Τέλος πάντων, ούτε κι αυτούς τούς ευλογούσαμε φιλώντας τους στο μέτωπο, κανένας δεν έκλινε μπροστά τους ταπεινά το γόνυ έχοντας δια­κρίνει στην έσχατη ποταπότητά τους κάποιο σημάδι πως ήταν εκλεκτοί. Όχι, όχι. Και αυτούς, με την πρώτη ευκαιρία, τους κλωτσού­σαμε στο καλάμι, καθώς και σ’ άλλα, πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος, αλλά τουλάχιστον δεν θίγαμε το πρόσωπό τους, αν με εννοείτε — επιτρέποντάς τους έτσι να παραμένουν όσο ευτελείς ήθελαν. Μπορεί να μην αισθάνονταν ακριβώς εκλεκτοί, όμως τουλάχιστον δεν νιώθανε ταπεινωμένοι. Ήταν αυτό που ήταν, χωρίς καμιά ντροπή.

Όλα αυτά, φυσικά, προσβάλλουν το καλό σας γούστο, το γνωρίζω. Αλλά ας το ξαναπώ: στο Τσέρνοπολ, ουδείς ασχολιό­ταν με το καλό γούστο. Όσοι προσ­παθούσαν να τηρήσουν τέτοιου είδους προσχήματα αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη περίπτωση σαν εξωτικά φρούτα, μ’ εκείνη την ιδιαίτερη ειρωνεία που επιφυλάσσει κανείς στις κάθε λογής φαντασιοπληξίες. Κατά τ’ άλλα, τους αντιπαρερχόμασταν ως άτομα εκτός τόπου και χρόνου ή ως ακραία εκκεντρικούς, κι αφήναμε τους πλακατζήδες να τους περιλάβουν — για να γελάσουμε όλοι με την καρδιά μας. Κι όσο για κείνους που είχαν τη δυστυχία να διαθέτουν πραγματικό χαρακτήρα, απλώς αφανίζονταν, τους έτρωγε, χωρίς πολλά-πολλά, το μαύρο σκοτάδι. Δεν είχαν να ελπίζουν ούτε καν στην κοροϊδία.

Κι αυτό λέει κάτι για το Τσέρνοπολ. Γιατί, αν έπρεπε να αναφέρω ένα δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πόλης, αυτό θα ήταν το γέλιο της — ή, ακριβέστερα: η θυμηδία. Ήταν ένα πράγμα παν­ταχού παρόν, συστατικό του αέρα, μια ένταση στην ατμόσφαιρα, σαν ηλεκτρικό φορτίο έτοιμο να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, τινάζοντας ψηλά έναν πίδακα από σπίθες, ή να αποφορτιστεί με μεγάλες, δυνατές εκκενώσεις. Η παλέτα των πιθανών αποχρώσεων δεν περιγράφεται με λόγια. Κι απ’ αυτή, τουλάχιστον, την άποψη μπορούμε να μιλήσουμε για καλλιέργεια, έστω κι αν πρόκειται για ένα είδος καλλιέργειας υπερβολικά συγκεκριμένο. Διότι στο Τσέρνοπολ το γέλιο είχε αναχθεί σε τέχνη, και μάλιστα σε τέχνη παλλαϊκή, απαράμιλλης αυθεντικότητας: ήταν μια παράδοση ευρύτατα διαδεδομένη, η οποία καλλιεργήθηκε απ’ όλους σε τέτοιο βαθμό, ώστε έφτασε στην ύψιστη εκλέπτυνση και φινέτσα — σ’ ένα απαύγασμα σκωπτικότητας. Και συνάμα ήταν κάτι απόλυτα κατανοητό και οικείο στους πάντες, ένα πράγμα που ανάβλυζε γάργαρο από τη δροσερή πηγή της καθημερινής ζωής, και άρα έβριθε από μια πληθώρα ζωηρότατων —με άλλα λόγια: πονηρών— υπαινιγμών. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπήρχε αυτή η ανεπανάληπτη αίσθηση του ύφους, όταν οι άνθρωποι γελούσαν ομαδικά, εν χορώ, σε κουαρτέτα, τερτσέτα ή ντουέτα, με εναλλαγές φωνών και τρόπων που παρά­βγαιναν σε δεξιοτεχνία το γρηγοριανό μέλος, και με συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μέχρι την τελευταία νότα.

Για να μην παρεξηγηθώ: δεν αναφέρομαι σε κανενός είδους καθαρτικό γέλιο, παρόλο που καμιά φορά ακουγόταν και στο Τσέρνοπολ εκείνο το αγνό, το πηγαίο, αφελές ξέσπασμα που τραν­τάζει σώμα και ψυχή, και το αφουγκραζόμασταν με τεντωμένα αυτιά — στο κάτω-κάτω, όπως είπαμε, επρόκειτο για τέχνη, και άρα ήταν απολύτως φυσικό κάποια στιγμή να γίνεται και αντικείμενο και ποιητικό αίτιο του εαυτού της. Ταυτόχρονα, όμως, τίποτα δεν μας φαινόταν πιο ανάξιο λόγου από εκείνους που σκάνε στα γέλια αποβλέποντας στην ανακούφιση. Εμείς γελούσαμε με αναρίθμητους τρόπους, αλλά επ’ ουδενί μ’ αυτόν. Διότι γελούσαμε καλλιτεχνικά, που πάει να πει ξεδιάντροπα, άρα δεν μπορούσε καν να τεθεί θέμα ανακούφισης ή ικανοποίη­σης της ανάγκης μας για γέλιο. Επιπλέον, το ύφος του γέλιου μας δεν ενέπιπτε σε καμία απ’ τις συνήθεις περιγραφικές υποκατηγορίες του μυκηθμού, του βρυχηθμού, του χλιμιντρίσματος, του βελάσματος ή του μουγκανίσματος, αλλά ξεκινούσε απ’ το μειδίαμα ή το υπομειδίαμα —για τις λεπτότερες παραλλαγές του οποίου η γερμανική γλώσσα δεν διαθέτει, δυστυχώς, σχετικό λεξιλόγιο (αφού εν γένει αδυνατεί να περιγράψει την ανθρώπινη διάσταση του γέλιου, εξ ου και καταφεύγει σε ατυχή δάνεια από τη ζωολογία)— κι έφτανε το πολύ μέχρι εκείνη την κοφτή, διεκπεραιωτική εξώθηση αέρα από τη μύτη, που δεν συν­οδεύεται από σχεδόν κανέναν ήχο ή τον παραμικρό μορφασμό. Διότι το Τσέρνοπολ μπορεί να μην ήταν ούτε καλή ούτε ωραία πόλη, αλλά ήταν σίγουρα μια πόλη εξαιρετικά ευφυής.

Αυτό, από την άλλη, δεν σήμαινε πως είχαμε χάσει κάθε επαφή με την εκλέπτυνση. Ως γνωστόν, υπάρχουν διαβαθμίσεις του γελοίου που αγγίζουν το μεγαλειώδες· κλειστά κυκλώματα όπου η σπιρτάδα πηγαινοέρχεται αδιάκοπα ανάμεσα στους δύο πόλους χωρίς να καταλείπει ίχνη αντιληπτά με τις αισθήσεις — πέρα από μια στυφή γεύση όζοντος στο χώρο. Ένα ανέκδοτο για ραβίνους, φέρ’ ειπείν, ή μια έξοχη φάρσα: τέτοια πράγματα μας φαίνονταν εκλεπτυσμένα και απολύτως ικανά να προκαλέσουν ευφορία.

Κατόπιν τούτων, στο Τσέρνοπολ, ακόμα κι η σχέση μας με τη βλακεία είχε μια τρυφεράδα: αποτελούσε την πιο γνήσια έκφραση της ειρωνικής εκτίμησης που τρέφαμε για καθετί εξωτικό. Οι εγνωσμένοι χαζοί της πόλης ξυπνούσαν πάντα έναν πρόσχαρο θαυμασμό μπροστά στο καινοφανές, ήταν ένα θέαμα που όλοι το κοίταζαν με το στόμα ανοιχτό και με μάτια γουρλωμένα, και κάθε φορά γίνονταν αφορμή για ζουμερά επιφωνήματα κατά­πληξης, σαν νά ’ταν τα παράξενα ζώα στην ακολουθία μιας αντιπροσω­πείας από την Άπω Ανατολή, που φέρνει στον βασιλιά του κόσμου δώρα θαυμαστά από έναν μακρινό αυτοκράτορα. Συγχρόνως, οι χαζοί ανήκαν στην κοινότητα γενικά, ήταν κάτι σαν κοινό κτήμα της πόλης, απολάμβαναν την αγάπη της σαν νά ’ταν οι μασκότ της, κι είχαν ο καθένας το παρατσούκλι του, απόκτημα ζυμωμένο με τη μαγιά της σάτιρας — έτσι όπως αλλού θα βάφτιζαν μια πελώρια καμπάνα «Χον­τρομπαλού», επειδή όλοι, ακόμα και τα μικρά παιδιά, ξέρουν τον ήχο της και την ιστορία της και επειδή είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της πόλης. Ή έτσι όπως ένα ασκέρι μισθοφόρων δίνει ειδικό όνομα στο καλύτερο, το πιο ισχυρό κανόνι του.


Αυτή η δεύτερη παρομοίωση είναι μάλλον και η πιο ταιριαστή, διότι το Τσέρνοπολ εμφορούνταν από ένα πνεύμα που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί μισθοφορικό. Προσοχή, όχι στρατιωτικό. Ο κύριος Ταρανγκολιάν, ο έπαρχος της Τεσκοβίνας, ήτοι ο υψηλότερος διοικητικός αξιωματούχος της επαρχίας και ένας από τους οξυδερκέστερους αναλυτές της πρωτεύουσάς της —πιθανότατα επειδή υπήρξε ο πιο φλογερός λάτρης του Τσέρνοπολ—, αρεσκόταν ιδιαίτερα να μιλάει διεξοδικά γι’ αυτό.

«Είμαστε» συνήθιζε να λέει «πολίτες ενός κόσμου προικισμένου με τόσες αντιθέσεις, που κάνει τους Αμερικανούς να μοιάζουν με υλιστικά ζωντόβολα μπροστά μας. Αυτό μας καθιστά κοσμοπολίτες, και δη με την πιο ακραία κι επικίνδυνη έννοια: λόγω της άνευ ορίων ανεκτικότητάς μας. Μη μας αποκαλείτε όμως μηδενιστές. Στο κάτω-κάτω, δεν απορρίπτουμε τίποτα μα τίποτα — κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Το ότι ταυτόχρονα δεν αποδεχόμαστε και τίποτα μα τίποτα οφείλεται ακριβώς στο ότι απλούστατα αποδεχόμαστε τα πάντα. Ζούμε μέσα σε τόσες αντιθέσεις, ώστε δεν έχουμε να αντιτάξουμε σε κανέναν το παραμικρό. Τάξη; Μα, σας παρακαλώ — υπάρχει πόλη πιο προση­λωμένη στην τάξη απ’ τη δική μας; Το Τσέρνοπολ διοικείται και διακυβερνάται με τον ορθολογισμό μιας αυστηρής γραφειοκρατίας, η οποία, ακριβώς επειδή αποτελεί παρακαταθήκη του πιο απολιθωμένου γραφειοκρατισμού της παγκόσμιας ιστορίας —του αυστριακού, εναντίον του οποίου εξεγερθήκαμε—, έχει κατακτήσει πρωτόγνωρα ύψη σωβινισμού τον οποίο αρνείται πεισματικά να παραδεχτεί. Το γεγονός ότι στην πράξη η γραφειοκρατία αποδεικνύεται αναποτελεσματική κι ανεπαρκής οφείλεται μόνο δευτερευόντως στην εδραιω­μένη και καλοθρεμμένη διαφθορά, για την οποία γίνεται τόσος ντόρος. Πρωτίστως πρέπει να αποδοθεί στην έλλειψη αντίστασης, στην απόλυτη ευπείθεια κυβερνωμένων και διοικουμένων, η οποία αγγίζει τα όρια του ανεξήγητου και αφαιρεί όχι μόνο την πρακτική αποτελεσματικότητα κάθε κανονισμού και διοικητικού μέτρου, αλλά και όλη του την ορμή. Εν προκειμένω, μέχρι και οι Ινδοί του Γκάντι θα είχαν να διδαχτούν κάτι από εμάς: την ειρωνεία. Διότι ακόμα κι η πιο παθητική αντίσταση δεν παύει να είναι αντίσταση. Αλλά τι να πει κανείς για μια πόλη που περιγελά τα πάντα; Πώς να εξηγήσεις έναν κόσμο όπου ένας θαυματο­ποιός ραβίνος κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο για να περάσει ένας κομψευάμενος, σφιχτοκουμπωμένος υπίλαρχος του ιππικού, και μάλιστα κλείνει και τα μάτια, για να μην τον κολάσει η ομορφιά της περιβολής του; Ή μια πόλη όπου ο λαός εναντιώνεται σχεδόν βίαια στην απόλυση ενός διεφθαρμένου δημόσιου υπαλλήλου, επειδή οι απάτες του παραήταν χονδροειδείς για να αξίζουν τιμωρία! Ξέρω, σας φαίνεται ανατολίτικο όλο αυτό. Ε, λοιπόν, όχι, είναι πέρα ώς πέρα ευρωπαϊκό, είναι μπαρόκ. Και όχι μόνον ως προς την ένταση και την πληθωρικότητά του. Είναι μπαρόκ υπό την έννοια ότι η απόλυτη πίστη στην αναγ­καιότητα των τύπων —και άρα σε πάσης φύσεως τάξη— συνδέεται άρρηκτα με την εξίσου απόλυτη ανάγκη να χλευάζουμε τους τύπους αυτούς. Δεν αντιλέγω ότι κάτι τέτοιο οδηγεί, εν τέλει, στην καταστροφή. Αλλά ας είμαστε δίκαιοι: τι άλλο μας απομένει; Σ’ έναν κόσμο γεμάτο αντιφατικές αξιώσεις αλήθειας, σ’ έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν ισόκυρα, που από το γκροτέσκο φτιάχνει ζωή κι απ’ τη ζωή γκροτέσκο, η αίσθηση της κωμωδίας δεν είναι μια, ας την πούμε, φυσική αναγκαιότητα, σαν την εσωτερική πίεση του σώματός μας που μας επιτρέπει να αντέχουμε το βάρος της ατμόσφαιρας; Χα…»

«Χα!» έλεγε ο κύριος Ταρανγκολιάν, τινάζοντας με κομψότητα το όμορφο, βαρύ απ’ τα δαχτυλίδια χέρι του με τα τέλεια λιμαρισμένα, κίτρινα γαμψά του νύχια, σαν τον ταχυδακτυλουργό που μόλις ολοκλήρωσε το εντυπωσιακό του κόλπο και θέλει να δείξει στο κοινό του πως η δεξιοτεχνική σβελτάδα των κινήσεων μπορεί να μην είναι μαγεία, μα γειτνιάζει απευθείας με περιοχές που διέπονται από τους νόμους του αρρήτου. «Χα! Σας το λέω ευθαρσώς: είμαστε μοντέρνοι. Μοντέρνοι σε βαθμό κατάργησης της ιστορίας. Γιατί απ’ τα πογκρόμ με τα οποία θα εκτονωθούν —ή ίσως πρέπει να πω: θα εξοντωθούν— στο μέλλον οι διάφορες εντάσεις μας δεν πρόκειται να γεννηθεί ιστορία. Ή, τέλος πάν­των, περαιτέρω ιστορία. Έχουμε ήδη πάρα πολλή ιστορία μέσα μας, και πίσω μας. Τούτη η πόλη δεν είναι ούτε τριακοσίων ετών καλά-καλά, κι όμως κάτω απ’ τα κεραμίδια της στεγάζει τα πάντα, όλα όσα ξεβράστηκαν εδώ με κάθε μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών, από την κάθοδο των Αιολέων στη γη των Πελασγών έως την Επίθεση Μπρουσίλωφ. Υπολογίζω πως το ένα τρίτο, περίπου, των κατοίκων είναι αναλφάβητοι, και τ’ άλλα δύο τουλάχιστον αμόρφωτοι· κι ανάμεσά τους ίσως κρύβεται ένα δεκάκις χιλιοστό άνθρωποι με παιδεία. Κι όμως στο αίμα μας κυλάει όλη η πνευματική κληρονομιά απ’ τον Ευκλείδη ώς τον Αϊνστάιν, απ’ τον Θαλή μέχρι τον Ζίγκμουντ Φρόυντ. Δεν ξέρω καμία άλλη πόλη τόσο γρηγορούσα, με τέτοια αυτεπίγνωση. Συμβιώνουν εδώ μια ντουζίνα ολότελα ετερογενείς εθνότητες, και πάνω από μισή ντουζίνα αγρίως εχθρευόμενα θρησκευτικά δόγματα ζουν μέσα στην κυνική αρμονία της αλληλοαπέχθειας και των εμπορικών συναλλαγών. Πουθενά αλλού δεν είναι οι φανατικοί τόσο ανεκτικοί, ούτε οι ανεκτικοί τόσο επικίνδυνοι όσο εδώ, σ’ εμάς, στο Τσέρνοπολ. Επίσης, πουθενά δεν είναι μεγαλύτερη η ξεδιαντροπιά και σπανιότερη η αφέλεια. Σας το λέω, είμαστε τόσο μοντέρνοι, που είναι σαν νά ’χουμε έρθει από το μέλλον. Γιατί όταν σ’ έναν κόσμο που σε λοιδορεί δεν έχεις ν’ αντιτάξεις τίποτ’ άλλο πέρα από τη δική σου περι­γέλαστη ύπαρξη, επικρατεί τελικά μια επιφανειακότητα που στρέφεται εναντίον όλων, πλην του εαυτού της. Ένα παρόν που απαρνείται παρελθόν και μέλλον, μα είναι απόλυτα δοσμένο στη στιγμή, στο εδώ και το τώρα. Και τούτο είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό που θα ονομάζαμε amor fati. Κοιτάξτε γύρω σας: αυτή η πόλη, το παράδοξο ενός μόνιμου οικισμού νομάδων, δεν εμφορείται τόσο από το πνεύμα της πρωτοπορίας, όσο από κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε “ξενοιασιά των αγίων”».


Γκρέγκορ φον Ρετσόρι

ΜΙΑ ΕΡΜΙΝΑ ΣΤΟ ΤΣΕΡΝΟΠΟΛ

Μυθιστόρημα