Πάρανταϊς

Φερνάντα Μελτσόρ

Πάρανταϊς

https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1326/image_1920?unique=fbe4273
Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

12,74 € 12.74 EUR 14,15 €

14,15 €

Not Available For Sale

Αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει.

​​ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΡΑΒΕΙΟ BOOKER 2022


Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο· μια απλώς μέτρια γκόμενα ήταν, που όμως ήξερε πώς να κουνιέται και να ντύνεται για να ερεθίζει τους άντρες. Γι’ αυτό κι εκείνος ο φαλάκρας, ο κοντοστούπης σύζυγός της την περιέφερε σαν τρόπαιο και δεν σταματούσε να τη χουφτώνει, όταν την έδειχνε στους λεφτάδες φίλους του, που ερχόντουσαν να τους επισκεφτούν στο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών Πάρανταϊς.    

Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, αλλά αυτός ο σιχαμένος ο χοντρός, ο Φράνκο Ανδράδε, με τις δίπλες στην κοιλιά και τα μπιμπίκια στη μούρη, είχε πάθει εμμονή μαζί της. Μόνο γι’ αυτή μιλούσε και πάντα έβρισκε τρόπο να είναι δίπλα της και να την παίρνει μάτι, όποτε η σενιόρα Μαριάν έβγαινε στην πισίνα με τα δυο κακομαθημένα βρωμόπαιδά της για να κάνει ηλιοθεραπεία.    

Ο Πόλο δεν έφταιξε σε τίποτα. Ποτέ δεν το πίστεψε ότι ο Φράνκο σκόπευε στ’ αλήθεια να κάνει αυτό που έλεγε. Ο Πόλο είναι εντελώς αθώος, ο χοντρός φταίει για όλα. 

Η συγγραφέας θέλει να κατανοήσει τη βία, όχι απλώς να την καταγγείλει.  Ένα απίστευτο επίτευγμα αυτοελέγχου, ένα σύγχρονο αριστούργημα.  

The Times Literary Supplement   

 Ο αναγνώστης πρέπει να προειδοποιηθεί ότι αυτό το βιβλίο σφύζει από βία.  Το ταλέντο της Μελτσόρ συνίσταται στο ότι μπολιάζει το «κακό» με ψυχολογική πολυπλοκότητα.    

The New York Times    

Για την Εποχή των τυφώνων η Μελτσόρ είχε πει πως ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα που ο αναγνώστης να μην μπορεί να το αφήσει.  Το κατάφερε τότε, το καταφέρνει και τώρα ξανά.  The Guardian    

Μολονότι το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί σε μια καθισιά, δεν είναι εύκολο να το καταπιείς με τη μία, να κοιτάξεις τη βία κατάματα, αβοήθητος.  

The Harvard Review 

Η συγγραφέας Φερνάντα Μελτσόρ |  φωτογραφία: Zoë Nobleφωτογραφία: Zoë Noble | NYT

Η Φερνάντα Μελτσόρ στους New York Times

Ένα αμείλικτο βλέμμα στις παθογένειες και τη βία της Βερακρούζ. Η Μελτσόρ ξεκαθαρίζει ότι δεν έχει την πρόθεση να ερμηνεύσει ή να εξηγήσει την πατρίδα της. Τα μυθιστορήματά της δεν είναι τόσο νωπογραφίες του Μεξικού, όσο ένα είδος λογοτεχνικής μαγνητικής τομογραφίας που διερευνά και αποκαλύπτει αθέατες πλευρές της ανθρώπινης συνθήκης. 

Η Μελτσόρ αποτυπώνει τη βιαιότητα της ανδρικής επιθυμίας και τη βία την οποία έχει υποστεί η ίδια στη Βερακρούζ. Γνωρίζει και συζητά το πόσο επικίνδυνη είναι η ζωή για μια γυναίκα στο Μεξικό, αλλά της φαίνεται ενδιαφέρον ότι οι αναγνώστες υποθέτουν ότι εμπνέεται μόνο από την πραγματικότητα και όχι, για παράδειγμα, από συγγραφείς όπως ο Κόρμακ Μακάρθι, ο Ντένις Τζόνσον και ο Λι Στρίνγκερ.

Στα βιβλία της η απόδοση της ανδρικής φαντασίωσης και βιαιότητας είναι ολοκληρωτική και φρικιαστική. Ορισμένοι αναγνώστες δυσκολεύονται. Η Μελτσόρ όμως επιμένει να αναγνωρίζει την ανθρωπιά που κρύβεται ακόμα και στους πιο μοχθηρούς ήρωες, κάτι που αποκαλεί άσκηση ριζοσπαστικής και απεγνωσμένης ενσυναίσθησης.

Η Μελτσόρ γράφει για φόνους, για βιασμούς, για ανθρώπους εθισμένους στο πορνό, για τη συστηματική κακοποίηση των γυναικών από τους άνδρες. Την ίδια ώρα όμως τα βιβλία της μιλούν για παραμελημένα μικρά αγόρια και ζωές στερημένες από αγάπη. Γράφει για τη φρίκη με ανθρωπιά και χάρη. 


Ολόκληρο το άρθρο εδώ.

Το «Πάρανταϊς» στο Βήμα

(...) πώς θα μπορούσε να συνοψιστεί η πλοκή στο μυθιστόρημα της Μελτσόρ; To «παλαβό σχέδιο» του ευκατάστατου Φράνκο να κατακτήσει το σώμα της σενιόρας Μαριάν, της παντρεμένης και σαγηνευτικής γειτόνισσάς του στο «Πάρανταϊς», διασταυρώνεται δραματικά με τον «στόχο ζωής» του Πόλο, να αποτινάξει την κατάφωρη αδικία που βιώνει και να διεκδικήσει την ελευθερία. 

Η Φερνάντα Μελτσόρ, αφενός, με γλώσσα περίτεχνη και πυρετώδη που έχει τις καταβολές της στον Φόκνερ και, αφετέρου, ένα βλέμμα εμβαπτισμένο στο όραμα του Μπολάνιο, συνθέτει ένα θαυμάσιο και πολυπλόκαμο θρίλερ, ψυχολογικό, υπαρξιακό, κοινωνικό, εν τέλει βαθιά πολιτικό. Η ίδια φαίνεται να διερευνά, μέσα από τα κείμενά της, το λογοτεχνικό ύφος που ταιριάζει στη βία, στην περίπλοκη φύση της και στις διαδρομές της, εξωτερικές και εσωτερικές, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Περισσότερα

Άρθρο της εφημερίδας το Βήμα για το Πάρανταϊς της Φερνάντα Μελτσόρ

Το «Πάρανταϊς» στην Καθημερινή

Τα βιβλία της είναι μυθιστορηματικά δοκίμια πάνω στον χαμό –έχουμε μια καθαρή λογοτεχνία του χαμού εδώ πέρα–, μια (επιτυχής) προσπάθεια όχι απλώς να κατανοήσει τη βία, αλλά να συνομιλήσει επί ίσοις όροις μαζί της, να προχωρήσει στην ανατομία μιας κοινωνίας εγγενώς πατριαρχικής, βουτηγμένης στη δυσπραγία, στην πνευματική ανέχεια, στην απάθεια και στο μίσος. Η Μελτσόρ δεν κάνει κάποιου είδους καταγγελία στα βιβλία της, είναι πολύ μοντέρνα για κάτι τέτοιο. Γίνεται η φωνή της απελπισίας και εκρήγνυται εκεί μέσα. Και γίνεται επίσης ο ήρωάς της με έναν τρόπο που σε τρομάζει: πώς τα κατάφερε αυτή, μια εκλεπτυσμένη νεαρή Μεξικανή συγγραφέας, βραβευμένη, πολυμεταφρασμένη, με πολλές διεθνείς συνεργασίες, να υποδυθεί με τέτοιον πόνο έναν μισογύνη αλκοολικό έφηβο που κοιμάται στο πάτωμα, σε ένα παλιόσπιτο όπου η τηλεόραση παίζει όλη μέρα, με μια μάνα-τέρας, με μια δουλειά εξοντωτική, μεγαλωμένο σε ένα κτηνώδες περιβάλλον τρόμου, ζόφου, συμμοριών, γυναικείας κακοποίησης και βίας; Και μάλιστα να τα κάνει αυτά με μια πρόζα ακριβείας, λεπταίσθητη, στοχαστική και λαμπερή σαν να την έχεις πασπαλίσει με χρυσόσκονη;

Περισσότερα

Άρθρο της εφημερίδας Καθημερινή για το Πάρανταϊς της Φερνάντα Μελτσόρ

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Γιατί, που να πάρει ο διάολος, δεν τον είχε επιστρέψει κατευθείαν το φάκελο, λέγοντας, με όση περιφρόνηση μπορούσε να επιδείξει: Δεν τα χρειάζομαι τα δωράκια σας, ευχαριστώ πολύ; Γιατί δεν της τον είχε τρίψει στα μούτρα αφού την έφτυνε προηγουμένως και της έλεγε ότι δεν ήταν παρά μια τσούλα, ένα ξέκωλο, που τη συντηρούνε άλλοι και που το παίζει κυρία μοιράζοντας τα ψιλά που είχαν περισσέψει του άντρα της; Και γιατί στο διάολο δεν του είχε δώσει τα χρήματα στο χέρι, σαν κανονικός άνθρωπος; Φοβόταν μη λερωθεί απ’ τη βρωμιά του Πόλο, μη μολυνθεί από την πλέμπα και τη φτώχεια; Ειλικρινά πίστευε η σκύλα ότι μπορούσε να τον εξαγοράσει, ότι τώρα θα είχε το δικαίωμα να του ζητάει ό,τι ήθελε και να τον ταπεινώνει όπως ο Ουρκίσα, να τον βάζει να της πλένει το λευκό της SUV ή το σπορ αυτοκίνητο του άντρα της; Τι σκατά νόμιζε πως ήταν; Σίγουρα η βασίλισσα του κόσμου, αν έκρινε κανείς απ’ την εμφάνισή της εκείνο το απόγευμα, όταν ξεκίνησε το πάρτι ακριβώς στην ώρα του, κι εκείνη εμφανίστηκε μ’ ένα φόρεμα κόκκινο με μπλε και πράσινα πουά, και διαμαντένια σκουλαρίκια που άστραφταν στα αυτιά της κάθε φορά που έπιανε τα καστανά μαλλιά της και τα τίναζε πίσω απ’ το λαιμό. Όλο το απόγευμα ο Πόλο επέμενε να την αγνοεί, αλλά λες και μια αόρατη δύναμη την έφερνε μπροστά του κάθε στιγμή· όπου και να κοίταζε, το βλέμμα του έπεφτε πάνω στη μαλακισμένη, να μοιράζει αγκαλιές και φιλιά σε ορδές μικρών αγοριών και κοριτσιών που έτρεχαν τριγύρω της με μαγιό, και σε γυναίκες ντυμένες απ’ την κορφή ώς τα νύχια με σταμπωτά φορέματα τροπικής έμπνευσης, μακιγιαρισμένες και αδύνατες όπως κι η οικοδέσποινα, τα μαλλιά τους περιποιημένα και ισιωμένα, τέλεια και νεκρά σαν περούκες, και στο βάθος οι εξίσου γελοίοι σύζυγοι με ροζ μπλουζάκια με γιακά και παστέλ πουκάμισα, παντελόνια κροπ και καφέ μοκασίνια, ηλιοψημένοι από το γκολφ, με άψογα περιποιημένα γένια και φρύδια, ένας χορός από καμπανιστές φωνές και κροταλιστά παγάκια γύρω από τον κοντοστούπη και αλαζονικό Μαρόνιο, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του πάρτι τραβούσε φωτογραφίες και συζητούσε για πολιτική και για δουλειές στην επιτηδευμένη γλώσσα του επαγγελματία μαλάκα, μπροστά σ’ ένα ακροατήριο που δεν έπαψε στιγμή να καταναλώνει το ένα ποτήρι μετά το άλλο από το καλύτερο εισαγόμενο ουίσκι του και να κρυφοκοιτάζει τον τρομερό κώλο της οικοδέσποινας, ενώ τα βλαστάρια τους ούρλιαζαν σαν δαιμονισμένα και χοροπήδαγαν στους παραπαίοντες τοίχους του φουσκωτού κάστρου κι έπαιρναν φόρα για να βουτήξουν με το κεφάλι στην πισίνα, εκτοξεύοντας ουρλιαχτά αυτοκτονικής υστερίας, που ωστόσο ελάχιστα ακούγονταν πάνω από τους βρυχηθμούς της μουσικής. Και κάποια στιγμή, εκεί γύρω στις έξι το απόγευμα, ο Πόλο ειλικρινά δεν άντεξε άλλο: όλος αυτός ο θόρυβος, όλοι αυτοί οι άνθρωποι· ένιωσε πως έβραζε μες στο ζουμί του.

 

Φερνάντα Μελτσόρ, Πάρανταϊς, σελίδες 36-37

Η Fernanda Melchor γεννήθηκε το 1982 στη Βερακρούς του Μεξικού, όπου και σπούδασε δημοσιογραφία. Κείμενά της έχουν δημο­σιευτεί στα: The Paris Review, La Palabra y el Hombre, Letras Libres, Excélsior, Le Monde Diplomatique, και αλλού. Έχει βραβευτεί, μετα­ξύ άλλων, με το Anna Seghers-Preis (2019). Αναγνωρίζεται σαν μία απ’ τις σημαντικότερες και πιο πρωτότυπες νέες φωνές της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Από το ΔΩΜΑ κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της Η εποχή των τυφώνων (2021), που ήταν κι αυτό υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker. 

Η συγγραφέας Φερνάντα Μελτσόρ

ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΜΕΛΤΣΟΡ  

ΠΑΡΑΝΤΑΪΣ     

Τίτλος πρωτοτύπου: Páradais  

Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου   

Επιμέλεια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου & Θάνος Σαμαρτζής  

Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου  

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Ogust    

132 σελ.   

15 €  

Κυκλοφορία: Φεβρουάριος 2023   

Σειρά: τα πεζά / 20  

ISBN: 978-618-5598-18-1


Your Dynamic Snippet will be displayed here... This message is displayed because you did not provided both a filter and a template to use.