Διαλέγοντας θεό



Η  θρησκευτική ζωή των Ελλήνων περιστρεφόταν σε μεγάλο βαθμό γύρω από τους πολιούχους θεούς, του θεούς-προστάτες των πόλεων. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν ότι η κατάργηση του πλαισίου των πόλεων-κρατών μετά τον Αλέξανδρο και, κυρίως, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση θα επέφερε σαρωτικές αλλαγές στο θρησκευτικό αίσθημα.  

Στον κόσμο των πόλεων-κρατών οι βασικές μορφές κοινωνικής ένταξης ―η φυλή και η φρατρία― είχαν διάσταση τόσο πολιτική όσο και θρησκευτική, και οι άνθρωποι γίνονταν μέλη τους κληρονομικά. Δεν ετίθετο ζήτημα επιλογής, απόφασης· τα πάντα ήταν αποφασισμένα εκ των προτέρων. Αντίθετα, στον ελληνιστικό κόσμο ένας άνθρωπος μπορούσε να ενταχθεί σε κάποια απ' τις ομάδες που είχαν συγκροτηθεί γύρω από το ιερό μιας θεότητας ― είτε μιας θεότητας εντελώς καινούργιας είτε μιας θεότητας παλιάς που παρουσιαζόταν τώρα υπό νέα μορφή. Ο άνθρωπος των ελληνιστικών χρόνων μπορούσε να επιλέξει τον θεό του και να γίνει μέλος μιας ομάδας ―ενός θιάσου, ενός εράνου, ενός κοινού― αφιερωμένης στη λατρεία του εκάστοτε θεού: μπορούσε π.χ. να επιλέξει την Ίσιδα, ή τη συριακή Αφροδίτη, ή την Κυβέλη με τον Άττι, ή τον θεό των Εβραίων, ή τον Διόνυσο, η λατρεία του οποίου είχε διαδοθεί σ’ όλη τη ελληνίζουσα Ανατολή, ή τον Ασκληπιό, τον θεό θεραπευτή, τον θεό της παρηγοριάς. Είναι προφανές ότι η ύπαρξη επιλογής είναι πολύ σημαντική για τη θρησκευτική ψυχολογία.  

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα.  

Στη σφαίρα του θρησκευτικού αισθήματος, η επίδραση ενός πνευματικού ήρωα —ενός φιλοσόφου στον αρχαίο κόσμο, ενός αγίου στον χριστιανισμό— μπορεί να αποδειχθεί πολύ σημαντικότερη από οποιεσδήποτε πολιτικές συνθήκες. Η ιστορία της χριστιανικής ευσέβειας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι γνωστό ότι η παράσταση του Ιησού αλλάζει μέσα στους αιώνες, και μαζί μ’ αυτήν η ίδια η στάση του χριστιανού απέναντι στον Κύριο. Οι Βυζαντινοί τον ήξεραν ως Θεό παντοκράτορα, δηλαδή ως κύριο του σύμπαντος, ο οποίος παριστάνεται στα ψηφιδωτά που διακοσμούν τους τρούλους και τις κόγχες πάμπολλων εκκλησιών στην Ελλάδα, τη Σικελία και την Ιταλία. Άμεση συνέχεια του παντοκράτορος αποτελεί ο Κύριος της δόξης (majestas), ο οποίος διακοσμεί το τύμπανο πάνω από την κύρια πύλη της ρωμανικής εκκλησίας. Στη συνέχεια έχουμε, από τον 14ο αιώνα και μέχρι τις μέρες μας, τον πάσχοντα Χριστό, τον αιμάσσοντα Χριστό, που είναι καρφωμένος στο σταυρό με το κεφάλι γερτό, και που συχνά αναπαρίσταται με τρόπο άκρως ρεαλιστικό. Θα μπορούσε να πει κανείς, εύλογα κατ’ αρχήν, πως ο πάσχων Χριστός συνδέεται άμεσα με τις τρομερές συμφορές του 14ου αιώνα: ατέλειωτοι πόλεμοι μεταξύ των ιταλικών πόλεων, ο εκατονταετής πόλεμος στη Γαλλία, και κυρίως η επιδημία της μαύρης πανώλης, η οποία αποδεκάτισε τη Δύση. Τα γεγονότα αυτά μπορεί όντως να άσκησαν κάποια επίδραση· όμως δεν μπορούν να εξηγήσουν την ουσία του πράγματος. Η πραγματική αιτία ήταν η προσωπικότητα ενός αγίου, του Φραγκίσκου της Ασίζης, και η προσωπική του αφοσίωση στην πάσχουσα ανθρώπινη φύση του Χριστού.  

«Θα τολμούσα να ισχυριστώ, με τη δέουσα επιφύλαξη», γράφει ο Αντρέ-Ζαν Φεστυζιέρ «πως ο πνευματικός ήρωας Σωκράτης και ο ερμηνευτής του Πλάτωνας —μ’ όποιον τρόπο κι αν δει κανείς την πλατωνική ερμηνεία της σκέψης του Σωκράτη— άσκησαν εξίσου ισχυρή επίδραση στους κατοπινούς αιώνες».

«Η θρησκευτικότητα του Πλάτωνα χρωμάτισε την πνευματικότητα όλων των κατοπινών αιώνων» γράφει ο Φεστυζιέρ. «Ο Πλάτωνας είναι η ενσάρκωση της πείνας και της δίψας για το Απόλυτο». 


Από το 3ο κεφάλαιο του ΜΟΝΟΣ ΠΡΟΣ ΜΟΝΟΝ: «Η πνευματική ατμόσφαιρα της ελληνιστικής εποχής και η επιρροή του Πλάτωνα».

Αντρέ-Ζαν Φεστυζιέρ

Μόνος προς μόνον

Μετάφραση: Γιάννης Λ. Δημητρακόπουλος