ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΘΕΪΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
Η μορφή ένωσης με το θείο που εξετάσαμε στο πρώτο κεφάλαιο συνίσταται, όπως είδαμε, σε μια εγγύτητα, απλή και άμεση, μεταξύ του ανθρώπου και του θεού του. Η εγγύτητα αυτή δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε κάποιο αίσθημα απέχθειας για τα πράγματα αυτού του κόσμου· δεν είναι φυγή προς μια άλλη σφαίρα, προς μια άλλη ζωή. Ο Ιππόλυτος είναι απολύτως ευτυχισμένος στο εδώ και το τώρα. Το να τρέχει με το άλογο στο δάσος και στην αμμουδερή παραλία είναι γι’ αυτόν ευτυχία, και όταν επιστρέφει με τους συντρόφους του απ’ το κυνήγι, γλεντάνε όλοι μαζί μες στη χαρά.
Το ίδιο και ο Ίωνας (για να πάρουμε πάλι ένα παράδειγμα από τον Ευριπίδη): το χαρωπό αυτό αγόρι, που ανήκε στη χορεία του Απόλλωνα, είναι απόλυτα ευτυχισμένο μέσα στον δελφικό ναό. Θέλει να μένει συνεχώς εκεί. Όταν ο βασιλιάς Ξούθος αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον γιο του και θέλει να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα, ο Ίωνας στην αρχή αρνείται. Γιατί ν’ αφήσει τις γαλήνιες απολαύσεις ενός απλού και άδολου κόσμου και να μπλεχτεί στον κόσμο της πόλης και στις πιέσεις του δημόσιου βίου;
Οι στενές σχέσεις αυτών των νεαρών με τον θεό τους ή τη θεά τους δεν αποτελούσαν γι’ αυτούς κάποιας μορφής διαφυγή· απεναντίας, ήταν από τα ουσιωδέστερα στοιχεία της ζωής τους. Γέμιζαν τη ζωή τους με χαρά. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ανθρώπους που είναι ακόμα νέοι, που δεν τους έχει ακόμα τραυματίσει η ζωή. Δεν βασανίζονται από εσωτερικές αντιφάσεις. Πιστεύουν στην ευτυχία. Και ευτυχία γι’ αυτούς σημαίνει να είναι διαρκώς μαζί με τους ουράνιους φίλους τους. Η άλλη μορφή ένωσης με το θείο, αυτή που θέλω να εξετάσουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο, προϋποθέτει αντιθέτως μια βαθιά απέχθεια για τη ζωή. Οι άνθρωποι που αισθάνονται μια τέτοια απέχθεια έχουν δοκιμαστεί σκληρά, έχουν υποφέρει. Γι’ αυτούς η γη είναι πραγματικά μια κοιλάδα δακρύων. Όπως λέει ο Πλάτωνας στον Θεαίτητο (176A5–B3), οι άνθρωποι αυτοί έχουν επίγνωση του κακού που ενυπάρχει σε τούτο τον κόσμο· και το φάρμακο που βρίσκουν είναι η απόδραση (φυγή), η οποία θα τους κάνει να μοιάσουν με τον Θεό (ὁμοίωσις θεῷ).
Από πού πηγάζει αυτή η επιθυμία να μοιάσει κανείς με το θείο; Στον Πλάτωνα, η φράση έχει ασφαλώς ηθικό περιεχόμενο: μοιάζω με τον Θεό σημαίνει διάγω βίο καθαρό και άγιο, με τον νου να φωτίζει τα βήματά μου. Αυτό, όμως, είναι —όπως συχνά συμβαίνει στον Πλάτωνα— μεταφορά ενός θέματος από ένα πεδίο σ’ ένα άλλο. Ο Πλάτωνας διασκευάζει φιλοσοφικά μια τάση προϋπάρχουσα, η οποία στην ουσία της δεν ήταν μια ηθική αρχή, αλλά μια βαθιά λαχτάρα της ανθρώπινης ψυχής. Πάνω από τη δική μας δυστυχία, πάνω από τούτη εδώ τη γη, όπου οι άνθρωποι κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον σαν τα άγρια θηρία, όπου ο ύψιστος νόμος είναι η αδικία και όπου ζούμε γενικά στην εποχή του σιδηρού γένους, βρίσκονται οι θεοί, που είναι απόλυτα ευτυχισμένοι.
ΟΥΡΑΝΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ – ΕΠΙΓΕΙΑ ΔΥΣΤΥΧΙΑ
Η αντίθεση ανάμεσα στη μακαριότητα του ουρανού και τα βάσανα της γης γεννά ποικίλες αντιδράσεις μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.
Ενίοτε η αντίθεση αυτή χρησιμοποιείται για να αποδείξει ότι οι θεοί δεν νοιάζονται για τη δυστυχία των ανθρώπων. Ζώντας ψηλά εκεί πάνω, οι θεοί περνάνε τις μέρες τους μες στη χαρά, χωρίς τίποτε να διακόπτει τη μακαριότητά τους.
Η αίσθηση αυτής της αντίθεσης είναι ένα απ’ τα πιο βαθιά πράγματα που μπορεί να νιώσει η ψυχή του ανθρώπου. Όλοι μας την έχουμε βιώσει σε ώρες δύσκολες. Πώς γίνεται ο Θεός να μας κοιτάζει απαθής να υποφέρουμε τόσο πολύ; Και, αν γίνεται, είναι άραγε πράγματι Θεός; Ή μήπως οι βουλές Του είναι τόσο καλά κρυμμένες, ώστε το μυστήριο να μην μπορεί να αποκαλυφθεί ποτέ;
Ο κόσμος της αρχαίας τραγωδίας είναι γεμάτος από τέτοια ερωτήματα. Ας κοιτάξουμε τους τελευταίους στίχους των Τραχινιών του Σοφοκλή. Ο Ηρακλής έχει πεθάνει με τρόπο φρικτό. Ο Ύλλος και οι σύντροφοί του έχουν πάρει το σώμα του. Η Δηιάνειρα έχει αυτοκτονήσει. Στη σκηνή έχει μείνει μόνον ο χορός και η δύστυχη Ιόλη, αυτή που άθελά της προκάλεσε την όλη καταστροφή. Σ’ αυτό το σημείο ο κορυφαίος του χορού λέει:
Κι εσύ, κόρη, μη μένεις στο σπίτι·
είδες θανάτους φριχτούς και πρωτόγνωρους,
είδες πολλές συμφορές, ανεξήγητες,
μα τίποτα δεν έγινε που δεν το θέλει ο Δίας.
Εδώ έχουμε μαζεμένη όλη τη δυστυχία του ανθρώπου. Ο Δίας, παντοδύναμος και αιωνίως μακάριος, οδηγεί τα πράγματα κατά τη βούλησή του. Ο άνθρωπος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να υπομένει. Τελεία.
Άλλες φορές, πάλι, η αντίθεση ανάμεσα στη γαλήνη των θεών και στα βάσανα των ανθρώπων πάνω στη γη γεννά μια λαχτάρα. Αφού η γη είναι η χώρα του κακού, γιατί να μην την εγκαταλείψουμε; Γιατί να μην πάμε εκεί που βρίσκονται οι θεοί, να ζήσουμε μαζί τους ευτυχισμένοι; Αυτός είναι ο πυρήνας της φυγῆς προς τους θεούς και της ὁμοιώσεως μαζί τους για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Είναι η επιθυμία της απόδρασης, η νοσταλγία του ουρανού, η λαχτάρα να ξεφύγει κανείς απ’ τον εαυτό του, να περάσει απ’ αυτό τον κόσμο στα ανήκουστα βάθη της θείας γαλήνης.
Ασφαλώς, η εν λόγω μορφή ένωσης με το θείο επρόκειτο να βρει την πιο ολοκληρωμένη έκφρασή της στον Πλάτωνα — και σ’ όλες τις ποικιλίες του ελληνιστικού μυστικισμού που ξεπήδησαν απ’ αυτόν. Αλλά κι εδώ υπάρχουν πρόδρομοι στην κλασική εποχή.
Κατά πρώτον, η επιθυμία του ανθρώπου να δραπετεύσει εκφράζεται στους Έλληνες τραγικούς, και ειδικά στον Ευριπίδη — άλλοτε διά στόματος ενός ήρωα και άλλοτε διά στόματος του χορού, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο δίνει φωνή σ’ αυτά που νιώθει ο ίδιος ο ποιητής. Δεν μπορούμε βέβαια να πούμε ότι η επιθυμία της απόδρασης συνιστά από μόνη της ένωση με το θείο. Ωστόσο, οδηγεί σ’ αυτή την ένωση. Άλλωστε, δεν λαχταρά κανείς τον ουρανό, αν είναι ικανοποιημένος από τα πράγματα της γης. Και αντιστρόφως: η δυστυχία που προκαλούν τα επίγεια πράγματα είναι το έναυσμα για την αναζήτηση μιας άλλης ζωής — της ζωής των θεών.
Κατά δεύτερον, έχουμε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «το μυστήριο του Δία».
Από τη μια μεριά, ο Δίας είναι θεός δίκαιος. Όποιος θνητός πνίγεται απ’ την αδικία των συνανθρώπων του πάνω στη γη, μπορεί να στραφεί με εμπιστοσύνη στον Ύψιστο (ὕπατον)· ο Δίας θα ακούσει την προσευχή του:
Και βγάλανε πολεμική κραυγή μέσα από το στήθος,
όπως ουρλιάζουν άγρια τα αρπαχτικά πουλιά,
που με καημό απόκοσμο που χάσαν τα μικρά τους
φτεροκοπάνε και γυρνούν επάνω απ’ τις φωλιές τους,
πού ’χασαν τα πουλάκια τους, που τόσο είχαν φροντίσει.
Κι ο Απόλλων πάνω κει ψηλά, ή ο Πάνας, ή ο Δίας,
ακούει τις γοερές στριγγλιές και, αργοπορημένη,
την Ερινύα τιμωρό στους παραβάτες στέλνει.
Από την άλλη μεριά, η καθημερινή εμπειρία μάς διδάσκει ότι ο Θεός δεν ανταποκρίνεται σε όλες τις προσευχές. Και δεν είναι μόνον ότι ο Θεός φαίνεται ανάλγητος· ενίοτε οι θεοί θυμώνουν με την ευτυχία των ανθρώπων και φαίνεται να αντλούν ευχαρίστηση βλέποντάς μας να υποφέρουμε. Πώς ενεργεί, λοιπόν, ο Δίας; Και πώς μπορούμε να εισδύσουμε στο μυστήριο της οδύνης;
Αυτά είναι τα προβλήματα που θα ήθελα να εξετάσω στη συνέχεια. Είναι προβλήματα παλιά. Μετά από τόσες εξαίρετες μελέτες πάνω στην αρχαία τραγωδία, δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι έχω να σας παρουσιάσω πράγματα εντελώς καινούργια. Ωστόσο, δεν γίνεται να μη θίξω το θέμα καθόλου ― πρώτ’ απ’ όλα γιατί, στην ελληνική τραγωδία, το μυστήριο του Δία φωτίζει εξαιρετικά το ζήτημα της προσωπικής θρησκείας των Ελλήνων κατά την κλασική περίοδο· και, δεύτερον, γιατί το εγχείρημα των τραγικών ποιητών να εισδύσουν στο μυστήριο αυτό προοικονομεί τα μεγάλα ρεύματα του ελληνιστικού μυστικισμού.
Αντρέ-Ζαν Φεστυζιέρ
Μόνος προς μόνον
Μετάφραση: Γιάννης Λ. Δημητρακόπουλος