Τη ζωή μου την καθόρισε η ιδιοφυΐα της μάνας μου ― μιας Βιεννέζας αρχοντογυναίκας. Η μητέρα μου ήταν, εννοείται, πολύγλωσση. Πέρα από τα γερμανικά, μιλούσε γαλλικά, ουγγρικά, ιταλικά, αγγλικά. Είχε μια παρανοϊκή υπερηφάνεια, μόνο που την κρατούσε για τον εαυτό της, αποκλειστικά. Διέθετε επίσης μια καταπληκτική αυτοπεποίθηση. Πρέπει να ήμουν τριών ή τεσσάρων χρονών ― δεν μπορώ να το εντοπίσω χρονικά με ακρίβεια, όμως το συγκεκριμένο επεισόδιο καθόρισε τη ζωή μου. Τα πρώτα μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα γιατί το χέρι μου ήταν σχεδόν κολλημένο πάνω στο κορμί μου. Οι θεραπείες ήταν εξαιρετικά επώδυνες, πήγαινα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Και μου λέει η μάνα μου: «Είσαι απίστευτα τυχερός! Δεν θα πας στρατό». Αυτή η κουβέντα άλλαξε τη ζωή μου. «Είσαι απίστευτα τυχερός!». Τι εκπληκτική σύλληψη… Κι επιπλέον ήταν κι αλήθεια. Μπόρεσα να ξεκινήσω τις πανεπιστημιακές σπουδές μου δύο-­τρία χρόνια νωρίτερα απ’ τους συνομηλίκους μου, οι οποίοι έπρεπε πρώτα να υπηρετήσουν τη στρατωτική τους θητεία.  

Αναλογιστείτε το λίγο: μια τόσο απλή ιδέα! Απεχθάνομαι τη σημερινή θεραπευτική κουλτούρα που αναφέρεται στους ανάπηρους χρησιμοποιώντας ευφημισμούς, αυτή την κουλτούρα που λέει: «Θα το αντιμετωπίσουμε σαν κοινωνικό πλεονέκτημα». Ε λοιπόν, όχι: είναι πολύ δύσκολο, πολύ βαρύ, αλλά μπορεί να αποδειχθεί και εξαιρετικά βολικό. Μεγάλωσα σε μια εποχή που στα παιδιά δεν δίνανε ούτε ασπιρίνες ούτε σοκολατάκια. Υπήρχαν ήδη από εκείνο τον καιρό παπούτσια που έκλειναν με φερμουάρ ― πάναπλα. «Όχι» μου είπε η μάνα μου. «Θα μάθεις να δένεις τα κορδόνια σου». Σας το ορκίζομαι: ήταν πάρα πολύ δύσκολο! Ένας άνθρωπος που έχει δύο κανονικά χέρια δεν μπορεί ίσως να το φανταστεί, αλλά θέλει απίστευτη επιδεξιότητα για να δέσεις τα κορδόνια ενός παπουτσιού. Ούρλιαζα, έκλαιγα. Αλλά μετά από έξι-εφτά μήνες, μπορούσα κι έδενα τα κορδόνια μου μόνος μου. Τότε η μάνα μου είπε: «Μπορείς να γράφεις με το αριστερό χέρι». Αρνήθηκα. Πήρε λοιπόν το χέρι μου και μου το κράτησε πίσω από την πλάτη μου: «Θα μάθεις να γράφεις με το ανάπηρο χέρι. Μπορείς!». Και μου έμαθε. Έμαθα να ζωγραφίζω πίνακες, έμαθα να σχεδιάζω με το κακό χέρι. Ήταν μια μεταφυσική της προσπάθειας. Ήταν μια μεταφυσική της θέλησης, της πειθαρχίας και, πάνω απ’ όλα, της ευτυχίας, το να το αντιμετωπίζεις όλο αυτό σαν μέγα προνόμιο. Κι αυτό το πράγμα κράτησε όλη μου τη ζωή.  

Μου επέτρεψε επίσης, νομίζω, να κατανοήσω ορισμένες κατα­στάσεις, ορισμένες αγωνίες των ασθενούντων, τις οποίες είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουν οι Απόλλωνες, οι άνθρωποι που έχουν την τύχη να διαθέτουν υπέροχο σώμα και εξαίρετη υγεία. Πώς συνδέεται ο σωματικός κι ο ψυχικός πόνος με ορισμένα διανοητικά εγχειρήματα; Ακόμα δυσκολευόμαστε να τα κατανοήσουμε αυτά τα πράγματα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο Μπετόβεν ήταν κουφός, ότι ο Νίτσε υπέφερε από φριχτούς πονοκεφάλους κι ότι ο Σωκράτης ήταν κακάσχημος! Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσπαθείς να εντοπίσεις τι έχει καταφέρει να νικήσει ο καθένας. Όταν πρωτοσυναντώ κάποιον, πάντα θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: Τι νίκησε άραγε ο άνθρωπος αυτός; Ποια ήταν η δική του νίκη ― ή η μεγάλη του ήττα; 


Τζωρτζ Στάινερ, Ένα μακρύ Σάββατο, σελ. 11–13

Τζωρτζ Στάινερ, με την Λωρ Αντλέρ

Ένα μακρύ Σάββατο


συζητήσεις

Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής