ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ HARDCORE ΜΕ ΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ. ΤΑ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ
Συνέντευξη στον Κώστα Μανιάτη | The Magazine | News247
[φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος]
Μια συζήτηση στην Κόνιτσα, με τον Αμερικανό που άφησε τα μπλουζ για τα ηπειρώτικα. Τη μετοίκηση του στην Ήπειρο ήταν σαν να την είχε προαναγγείλει εδώ και χρόνια. Διάβαζες το βιβλίο του, και το μόνο που δεν ήξερες ακόμη ήταν ποιο μέρος θα διάλεγε.
Σήμερα ξέρεις ότι τελικά η μπίλια θα καθόταν στην Κόνιτσα. Σε ένα παλιό αρχοντικό (μάλλον), παραδοσιακό (έτσι μοιάζει, δεν ξέρω και πολύ απ’ αυτά), με θέα τον Αώο ποταμό και τα βουνά της Αλβανίας, ο Κρίστοφερ Κινγκ μοιάζει να έχει προσαρμοστεί πλήρως. Ή μάλλον όχι, μοιάζει σαν να άνηκε εκεί από πάντα -ανοίγει την πόρτα του και νομίζεις ότι θα σε ρωτήσει “poianou eisai sy?”.
Ο εθνομουσικολόγος από τις ΗΠΑ και μανιώδης συλλέκτης δίσκων 78 στροφών, έκανε αίσθηση όταν πριν από σχεδόν πέντε χρόνια κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το απολαυστικό βιβλίο του “Ηπειρώτικο Μοιρολόι”. Από τότε το “Μοιρολόι” γνώρισε δύο επανεκδόσεις και ο ίδιος γύρισε τη χώρα μοιράζοντας γνώση και σοφία για μια μουσική που όταν την πρωτάκουσε, έφερε τον κόσμο του πάνω-κάτω.
Με αφορμή το μουσικό τριήμερο “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά”, μία παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση σε συνεργασία με
τον δήμο της Κόνιτσας, συναντηθήκαμε και μιλήσαμε στο σαλόνι του, κάτω απ’ την απροσδόκητη σκιά κλαριντζήδων και βιολιτζήδων του ‘30. Κρέμονταν απ’ τον τοίχο του σε κάδρα ακριβώς όπως κρέμονται και απ’ το δωμάτιο ενός εφήβου οι μέταλ ήρωες του.
Ξέρουμε τι πάθατε όταν ακούσατε πρώτη φορά ηπειρώτικα και ξέρουμε πώς γράψατε το βιβλίο. Δεν ξέρουμε όμως το μετά. Πώς άλλαξε η ζωή σας από τη μέρα που κυκλοφόρησε.
Νομίζω ότι όλοι μας είμαστε πλάσματα της συνήθειας. Και παρότι οι ζωές μας μπορεί να είναι εντελώς “ανοιχτές” σε ένα νέο μέρος, σε μια νέα ζωή, σε μια νέα γλώσσα, ωστόσο ακόμη επιστρέφουμε στα ίδια μοτίβα. Σχεδόν ό, τι έκανα στην Αμερική, το κάνω και εδώ. Αν με είχες επισκεφτεί στο παλιό μου σπίτι στην Βιρτζίνια πριν από τρία χρόνια, και κοίταζες τώρα εδώ γύρω σου, θα έλεγες ότι το σπίτι είναι ακριβώς ίδιο. Γιατί είναι.
Φέρατε όλα τα πράγματά σας εδώ;
Είμαι ένα πλάσμα της συνήθειας. Μου αρέσει η άνεση που προσφέρουν τα πράγματα που επαναλαμβάνονται. Γενικά μιλώντας η ζωή μου εδώ είναι όπως ήταν εκεί, εκτός απ’ το ότι είμαι πιο χαρούμενος, είμαι πιο υγιής, και πολύ πιο γεμάτος από “κέφι” (sic). Και έχω και γύρω μου ανθρώπους που μιλάνε ελληνικά.
Πόσο καιρό είστε εδώ;
Στην Κόνιτσα είμαι ενάμιση χρόνο.
Γιατί στην Κόνιτσα και όχι στα Ιωάννινα ή στα Τζουμέρκα πχ;
Είναι τέλεια.
Ναι αλλά γιατί εδώ συγκεκριμένα; Έχει να κάνει με τη μουσική;
Η Κόνιτσα είναι στο σωστό μέρος. Είμαι πολύ κοντά στα αλβανικά σύνορα, στα βορειομακεδονικά σύνορα, πολύ κοντά σε πολλές πηγές της μουσικής, κοντά σε αεροδρόμιο… Πραγματικά, ό, τι χρειάζομαι υπάρχει εδώ.
Άρα δεν έχει να κάνει με το ότι η Κόνιτσα μπορεί να είναι η “πρωτεύουσα” αυτής της μουσικής.
Όχι. Η Κόνιτσα είναι σταυροδρόμι για αυτήν τη μουσική εξαιτίας των αλβανικών, ελληνικών και βορειομακεδονικών επιρροών. Όλα κατά κάποιον τρόπο καταλήγουν σε αυτόν τον τόπο.
Σας φάνηκε περίεργο όταν ήρθατε στην Ελλάδα πριν από τόσα χρόνια και ότι μιλούσατε σε ανθρώπους εδώ για τη δική μας μουσική και δεν τη γνώριζαν; Ή το περιμένατε;
Όχι, γιατί το ίδιο φαινόμενο υπάρχει και στην Αμερική. Όταν ένας “αουτσάιντερ” ενδιαφέρεται βαθύτατα για τις εκδηλώσεις της αμερικανικής φολκ μουσικής, όπως τα Delta Blues ή το American Appalachian bluegrass -υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός Ιαπώνων που ασχολούνται με αυτό-, ξέρουν πολύ περισσότερα από όσα ξέρω εγώ, παρότι κατάγομαι από εκεί. Ίσως αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να κοιτάξουμε σε βαθύτερο επίπεδο τι συμβαίνει σε αυτό το τριήμερο φεστιβάλ, στο “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά”. Ότι πρέπει να κάνουμε μια παύση, να σταματήσουμε και να ρωτήσουμε τι σημαίνει ότι “κάτι είναι δικό μας”; Ότι “αυτή είναι η μουσική μου”; “Το Ρεμπέτικο είναι η μουσική μου”. Ή αν είστε από τα Ιωάννινα, ότι “το ηπειρώτικο είναι η μουσική μου”. Η μουσική όμως δεν ανήκει σε κάποιον άνθρωπο ή σε έναν λαό. Είναι ένα παγκόσμιο πράγμα. Καμία ομάδα ανθρώπων δεν υπήρξε ποτέ σε καμία στιγμή, σε κανένα μέρος, που να μην είχε μουσική. Είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε ότι δεν σχηματίζουμε μόνο κτητικά όρια στη μουσική, “αυτό είναι δικό μου, δεν είναι δικό σου”… Νομίζουμε ότι την ξέρουμε. Αλλά όχι, δεν ξέρουμε τίποτα (λέει την τελευταία πρόταση με έμφαση και αμέσως γελάει).
Εντάξει, αλλά όχι σε σύγκριση με εσάς, εννοώ ότι οι άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα δεν ξέρουμε πολλά για αυτή τη μουσική παρόλο που είμαστε από εδώ.
Όχι, υπάρχουν άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα που ξέρουν αυτήν τη μουσική πάρα πολύ καλά, από όλες τις πλευρές της.
Αλλά όχι οι καθημερινοί άνθρωποι.
Ναι, θα μπορούσες να πεις ότι οι πανεπιστημιακοί γνωρίζουν αυτή τη μουσική, εντούτοις εκείνοι ξέρουν μόνο τη μια διάστασή της. Ξέρουν την ιστορία της ή ξέρουν τις κλίμακες ή μπορούν να την παίξουν.
Αλλά αυτό δεν σας αρέσει…
Η μουσική δεν είναι κλίμακες και η μουσική δεν είναι ιστορία. Η μουσική είναι κάτι που βγαίνει από την καρδιά σου. Το νιώθεις. Αν δεν το νιώθεις, δεν το ξέρεις.
Έχετε εξηγήσει, λοιπόν, στον εαυτό σας γιατί σας άγγιξε αυτή η μουσική;
Όχι, δεν θέλω να ξέρω γιατί. Κάποια πράγματα πρέπει να παραμένουν μυστήριο.
Μη με παρεξηγήσετε αλλά αναρωτιόμουν αν είχατε κάπως εξιδανικεύσει την Κόνιτσα ή τη ηπειρώτικα και ήρθατε εδώ και είδατε ότι δεν ήταν όπως νομίζατε αρχικά.
Δεν σε παρεξηγώ. Και δήλωσα πολύ ξεκάθαρα στο βιβλίο μου ότι κάποτε όντως έπιασα τον εαυτό μου να εξιδανικεύω, σαν να φτιάχνω κάτι διαφορετικό και πιο μεγαλειώδες από αυτό που όντως ήταν. Αλλά μετά το κατάλαβα και σταμάτησα. Πρέπει να αποδεχτείς τα πράγματα στην ονομαστική τους αξία. Η Κόνιτσα είναι ένα όμορφο μέρος και η μουσική της Ηπείρου είναι ένα ωραίο πράγμα, αλλά επειδή είναι ωραίο πράγμα και όμορφο μέρος δεν σημαίνει ότι δεν είναι και μέρος της πραγματικότητας, και άρα ότι έχει και προβλήματα. Το ξέρω αυτό.
Ποιος πιστεύετε ότι ακούει περισσότερο αυτή τη μουσική; Ποια χώρα; Ελλάδα, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία;
Αυτή είναι μια ερώτηση που έχει πολιτική διάσταση…
Όχι όχι, δεν το εννοώ έτσι.
Το θέμα είναι ότι επειδή είμαι Αμερικανός μπορώ να τη σκέφτομαι όπως θέλω. Και δεν τη σκέφτομαι ως αλβανική ή ελληνική. Τη σκέφτομαι ως ένα πράγμα που ανήκει στην Ήπειρο.
Μίας περιοχής.
Ναι, είναι μια περιοχή. Μπορώ να περάσω τα σύνορα της Αλβανίας και να πάω να επισκεφτώ τους φίλους μου στην Κορυτσά ή στο Λεσκοβίκι ή σε πολλά άλλα μέρη. Οι άνθρωποι εκεί είναι hardcore με αυτή τη μουσική. Και όταν γυρίζω πίσω, βλέπω ότι και εδώ οι άνθρωποι είναι hardcore με αυτήν τη μουσική. Είναι hardcore όλοι τους με τα ηπειρώτικα γιατί τα λατρεύουν. Νομίζω ότι ο μέσος άνθρωπος από εδώ έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν περισσότερα κοινά παρά διαφορές. Όπως είπα είναι μια περιοχή και μια περιοχή υποδηλώνει κατά κάποιον τρόπο πολιτισμό. Ξέρεις, είναι αστείο αλλά είναι αλήθεια. Μπορείς να έχεις μια κουλτούρα που έχει πολιτικά σύνορα αλλά η κουλτούρα είναι η ίδια παρά τα σύνορα.
Τι γίνεται με το τσίπουρο; Θυμάστε την πρώτη φορά που το δοκιμάσατε;
Νομίζω ότι στο βιβλίο έδωσα μια σωστή περιγραφή πως είναι η γεύση του τσίπουρου. Είναι τα παραδεισένια υγρά δύο αγγέλων που γαμ@#$…
Έγραψαν οι άνθρωποι εδώ αυτήν τη μουσική και εξαιτίας του;
Εξυπηρετεί έναν εμπνευσμένο σκοπό. Ναι, έχει έναν ρόλο.
Σας είδα χθες και προχθές στο φεστιβάλ. Χαμογελούσατε συνεχώς, φαινόσασταν πολύ χαρούμενος.
Γενικά μιλώντας, είμαι πολύ.
Μιλούσατε συνεχώς με ανθρώπους, γελούσατε όλη την ώρα και ήταν πολύ ωραίο να σας βλέπω έτσι. Είναι σαν αυτό το φεστιβάλ να είναι ένα δώρο από εσάς προς εμάς και κυρίως προς τους ανθρώπους εδώ;
Όχι. Είναι ένα δώρο από τους Έλληνες και τους ανθρώπους εδώ σε μένα, το να μπορώ να είμαι κοινωνικός, να έχω τόσους φίλους. Θέλω να πω ότι οι άνθρωποι μου έχουν πει “ω, έκανες εξαιρετική δουλειά”, μου έχουν πει ότι έχω κάνει αυτά τα “καταπληκτικά πράγματα”. Και κάθε φορά απαντάω ότι είμαι το μικρότερο μέρος του ευρύτερου συνόλου. Δεν έχω σχεδόν καμία σχέση με αυτό, πραγματικά. Τα κομμάτια που το κάνουν αυτό να συμβεί είναι η μαγεία της μουσικής, οι μουσικοί, οι χορευτές, οι χωριανοί, όλοι όσοι έρχονται να το εκτιμήσουν και να το ακούσουν. Και φυσικά η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και ο δήμος. Χωρίς αυτό το μεγαλύτερο σύνολο, αυτό δεν θα συνέβαινε. Εγώ είμαι το πιο μικρό κομμάτι του.
Νομίζω ότι είστε απλά πολύ σεμνός τώρα.
Όχι, οι Αμερικανοί δεν είναι σεμνοί… (γελάει)
Έχετε νιώσει ποτέ ότι η παρουσία σας στην Κόνιτσα αποτελεί ένα καταφύγιο, μία όαση, για τα παιδιά που μένουν μόνιμα εδώ και δεν έχουν πολλές διεξόδους; Ότι μπορεί να τα εμπνεύσετε, ότι είστε κάτι πολύ διαφορετικό για αυτά;
Ειλικρινά, ελπίζω να μην είμαι πρότυπο.
Δεν υπάρχουν παιδιά που να σας ζητάνε να τους μάθετε πράγματα; Που δεν θα τα γνώριζαν χωρίς εσάς;
Νομίζω ότι είναι καλύτερα να πω πως δεν είμαι εδώ για να διδάξω, δεν είμαι εδώ για να δείξω, δεν είμαι εδώ για να εξηγήσω γιατί όσο σκληρά και να προσπαθήσω πάντα θα είμαι λίγο στην απ’ έξω. Αυτό που είμαι είναι απλώς ένας καταλύτης. Είμαι εδώ για να κεντρίσω το ενδιαφέρον ή για να κάνω κάποιους να πουν “το κάνει αυτό εδώ, οπότε ίσως μπορούμε να κάνουμε κι εμείς αυτό εκεί”. Αυτό κάνει ένας καταλύτης. Ναι, είναι λίγο καλύτερο να σκέφτομαι τον εαυτό μου έτσι, αλλά όχι, δεν είμαι δάσκαλος. Δεν είμαι ειδικός. Δεν είμαι τίποτα από αυτά.
Αναρωτιόμουν αν σας βλέπουν ως πρότυπο, ως παράξενο φρούτο…
Απ’ όλα. Μπορούν να με δουν όπως θέλουν, αλλά ξέρεις, είμαι ο Κρις.
Στο βιβλίο σας, όταν η πρώτη σας γυναίκα σας προτείνει να πάτε στην Κωνσταντινούπολη για να δείτε λάιβ τον Λέοναρντ Κοέν, ρωτάτε “ποιος είναι αυτός”. Ήταν λίγο περίεργο να μην τον ξέρετε.
Όχι, δεν μου ακούγεται παράξενο. Απλώς δεν είναι η μουσική που με ενδιαφέρει. Είμαι επιλεκτικός.
Ακόμα δεν σας αρέσει καθόλου αυτή η μουσική; Ούτε ο Λέοναρντ Κοέν;
Όχι. Επίσης είναι νεκρός (γελάμε).
Ο Μπομπ Ντίλαν δεν σας αρέσει;
Έχει μερικά ενδιαφέροντα τραγούδια. Αλλά όχι, δεν τα ακούω.
Δεν σας αρέσει η ποπ μουσική καθόλου;
Όχι αλλά μην με παρεξηγήσετε. Το ότι κάτι δεν μου αρέσει δεν σημαίνει ότι είναι και κακό. Η μουσική είναι επίσης κι ένα πολύ υποκειμενικό πράγμα. Ξέρετε, όταν σε ένα άτομο αρέσει αυτό που του αρέσει δεν χρειάζεται να παρέχει λόγους γιατί. Απλώς του αρέσει. Δεν ξέρει καν. Εννοώ, μπορώ να πω στον εαυτό μου, μου αρέσουν τα τέσσερα άλμπουμ που έκανε ο Tom Waits για την Island Records αλλά δεν με νοιάζει κανένα άλλο δικό του. Απλώς έτσι είμαι.
Ποια είναι όμως η γνώμη σας για τη σύγχρονη μουσική;
Πραγματικά, δεν έχω και τόσο άποψη για αυτήν. Νομίζω ότι μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τι είναι ποπ μουσική (με την έννοια της σύγχρονης μουσικής) από τι είναι φολκ (με την έννοια της λαϊκής μουσικής). Τείνω όμως να πιστεύω ότι η μουσική που μου αρέσει είναι φολκ, όπως του Κέβιν και του Οδυσσέα (σ.σ. εννοεί τον Νέγρο του Μοριά και τον Odydoze) η μουσική τους είναι χιπ χοπ και τραπ που αναμιγνύεται κάπως με το ρεμπέτικο αλλά και με κάποιες ευαισθησίες, σχηματίζοντας κάτι εντελώς δικό τους. Αλλά στο τέλος της ημέρας αυτό που κάνουν είναι μια λαϊκή φολκ διαδικασία. Και μου αρέσει αυτό. Ίσως λοιπόν αυτό που μου αρέσει πολύ είναι η μουσική που το δείχνει αυτό πολύ καθαρά. Η μουσική είναι μια συνεχής διαδικασία, δεν είναι αποτέλεσμα. Η ποπ μουσική, ειδικά όπως η mainstream μουσική, δεν είναι μια διαδικασία. Είναι ένα προϊόν. Είναι ολοκληρωμένο, τελειωμένο. “Ορίστε, αγοράστε αυτό, φάτε το. Αγοράστε κι άλλα”.
Έχετε πει επίσης ότι η σημερινή μουσική είναι λίγο εγωκεντρική.
Ναι, αυτός που τη φτιάχνει την έχει κάνει έτσι ώστε να περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό του. Για πολλούς δημοφιλείς καλλιτέχνες τα πράγματα αφορούν κυρίως τους ίδιους και όχι τους ανθρώπους που τους ακούνε. Η μουσική τους καθοδηγείται από το “Εγώ” τους.
ΟΚ, αυτό είναι ενδιαφέρον.
Βέβαια, δεν μπορείς να είσαι και ένας απόλυτα ανιδιοτελής άνθρωπος. Και οι άνθρωποι που θαυμάζω, όπως Αλέξης Ζούμπας και Κίτσος Χαρισιάδης είχαν και αυτοί “Εγώ”. Αλλά έπαιζαν μια συνέχεια μουσικής για μια συνέχεια ανθρώπων σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Και αυτό μου φέρνει χαρά να το σκέφτομαι. Δεν με χαροποιεί και πολύ να σκέφτομαι ότι κάποιος βγάζει εκατομμύρια δολάρια για την παραγωγή ενός τραγουδιού.
Όλον αυτόν τον καιρό που είστε εδώ, σας γοήτευσε κάποια άλλη ελληνική μουσική;
Η μουσική που εκτιμώ περισσότερο, φυσικά, είναι μουσική από την Ήπειρο τόσο από την ελληνική όσο και από την αλβανική πλευρά. Αν κοιτάξεις πίσω μου τα ράφια (σ.σ είναι γεμάτα με δισκάκια), έχει πράγματα από εδώ, από τα Νότια Βαλκάνια. Απ’ αυτά όμως που ακούω και δεν υπάρχουν εδώ στο ράφι είναι το ελληνικό χιπ χοπ. Μου αρέσει πολύ το ελληνικό χιπ χοπ. Το ολντ σκουλ.
Σαν τι;
Το πρώτο άλμπουμ των Social Waste για παράδειγμα. Επίσης ξέρω πολλά παιδιά στα Γιάννενα, υπάρχουν διάσπαρτα γκρουπ εδώ κι εκεί που παίζουν χιπ χοπ. Πιστεύω ιδιαίτερα ότι το ελληνικό χιπ χοπ βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο όπου θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αυτό το όμορφο πλούσιο πράγμα, αν ανατρέξει στην προηγούμενη ιστορία της μουσικής, όπως να παίρνει samples από δίσκους 78 στροφών της περιοχής και να τα χρησιμοποιεί όταν αναμειγνύει τα τραγούδια. Ή να χρησιμοποιεί παραδοσιακά όργανα αντί να χρησιμοποιεί πλήκτρα κλπ. Χρησιμοποιήστε λίρα ή γκάιντα πχ. Γι’ αυτό μου αρέσει πολύ ο πρώτος δίσκος των Social Waste. Τα χρησιμοποιούν αυτά.
Νομίζω ότι τώρα δεν χρησιμοποιούν καν samples, έχουν αποκλειστικά φυσικά όργανα.
Τους σέβομαι πολύ. Μου αρέσει η ιδέα του να παίρνω κάτι που είναι αμερικάνικο -εφόσον θέλουμε δηλαδή να μιλήσουμε για ιδιοκτησία- να πάρουμε κάτι λαϊκό από την Αμερική, να το μεταφυτεύσουμε στην Ελλάδα και μετά να το κάνουμε κάτι μοναδικό ελληνικό ή νότιο βαλκανικό.
Το ηπειρώτικο είναι μια μουσική που έγινε τα προηγούμενα χρόνια; Είναι μια μουσική που έχει πεθάνει;
ΟΧΙ!
Γράφουν ακόμα ηπειρώτικα;
Φυσικά. Για παράδειγμα οι φίλες μου οι Ισοκράτισσες που ακούσαμε την πρώτη μέρα του φεστιβάλ έχουν γράψει μοιρολόγια για σύγχρονα ζητήματα όπως είναι οι δολοφονίες των γυναικών. Αυτό είναι νέο..
Νόμιζα ότι ακούγατε μόνο τις παλιές ηχογραφήσεις, ότι σας άρεσαν μόνο στην πρωταρχική μορφή τους.
Όχι… Μπορεί να προτιμώ να ακούω μουσική με φυσικό ήχο, χωρίς ενισχυτή, και μπορεί να προτιμώ τα σχήματα όπου το βιολί έχει ισάξιο ρόλο με το κλαρίνο ή που να έχουν ηπειρώτικο ντέφι, αλλά μπορεί κανείς να το πάρει αυτό και να προσθέσει νέα πράγματα πάνω του. Και θα είναι εντάξει. Έχω ακούσει πολύ καλούς μουσικούς του ρεμπέτικου που παίρνουν την παλιά μορφή και την αλλάζουν. Είναι σαν εκείνο το απόσπασμα της Βίβλου που λέει “νέο κρασί σε παλιά ασκιά”. Εντάξει, μπορείς να το κάνεις αυτο. Μπορείς να το κάνεις αυτό με το ρεμπέτικο, με το με το hip hop, με το ηπειρώτικο. Και οι Κρητικοί το κάνουν με τα τραγούδια τους.
Σε κάποιον που δεν ξέρει το ηπειρώτικο, ποιο είναι το πρώτο τραγούδι που του λέτε να ακούσει;
Το “Ποιος πλούσιος πέθανε”.
Είναι μοιρολόι;
Ναι αλλά η ορίτζιναλ βερσιόν του, από τον Μήτσο Χαλκιά, ο οποίος κατάγεται όχι από τη διάσημη μεριά της οικογένειας αλλά από την άλλη. Έκανε πολλές πρώιμες ηχογραφήσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές του ‘30 όπου παίζει μόνο βιολί και τα κομμάτια του έχουν τρομερή ψυχή και βάθος. Σήμερα, όταν ένας Έλληνας τα ακούει μπορεί να μην αναγνωρίζει αυτή τη φόρμα. Αναγνωρίζει τους στίχους αλλά δεν αναγνωρίζει τη μορφή επειδή αυτή εξελίχθηκε. Τώρα είναι σχεδόν σαν τσάμικο, είναι πιο χαρούμενος σκοπός. Υπάρχει φυσικά και το “Ηπειρώτικο μοιρολόι” του Αλέξη Ζούμπα, το οποίο τα “σκοτώνει” όλα.
Αναρωτιόμουν, τώρα παίζουν τα ηπειρώτικα με το κλαρίνο. Πριν έρθει το κλαρίνο στην Ελλάδα, τα έπαιζαν με το βιολί. Πριν έρθει το βιολί, με τι;
Με φλογέρα. Το κλαρινέτο δεν εισήχθη στην Ελλάδα μέχρι το 1830, αλλά δεν έγινε πραγματικά μεγάλο παρά πολύ αργότερα. Πριν από αυτό για 200 χρόνια κυρίαρχο ήταν το βιολί. Πριν παρουσιαστεί το βιολί θα έπρεπε να το παίξουν σε ένα πιο απλό όργανο, οπότε σε αυτήν την περίπτωση θα είχαμε τη φλογέρα, και νωρίτερα θα ήταν φωνητικά. Θα ήταν με ό,τι υπήρχε τριγύρω.
Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας σημείο του φεστιβάλ; Αυτό που σε δέκα χρόνια από τώρα θα το θυμάστε πιο έντονα από τα υπόλοιπα;
Όλα. Νομίζω πάντως ότι το πιο σημαντικό δεν είναι απαραίτητα και αυτό που θα θυμάμαι περισσότερο. Ωστόσο το πιο σημαντικό ήταν όταν οι μουσικοί έφευγαν από τη σκηνή και κατέβαιναν στο κοινό και έπαιζαν ανάμεσά τους. Πχ στην περίπτωση του Βασίλ Τζίου, ήταν η στιγμή που το κοινό τρελάθηκε και χόρευε γύρω του για 15 λεπτά. Με αυτά τα πράγματα έχει να κάνει η μουσική. Η μουσική δεν έχει καμία σχέση με το να είσαι πάνω σε μια σκηνή. Πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ναι, είδα και εσάς να χορεύετε. Πώς μάθατε να χορεύετε;
Ποτέ δεν έμαθα.
Απλά πηγαίνετε με το ρεύμα; Δεν υπήρξε κάποιος που να σας είπε “έλα εδώ Κρις, θα σου μάθω πώς να χορεύεις”;
Ω, ναι, οι άνθρωποι προσφέρονται να μου μάθουν και είναι πολύ ωραίο αυτό αλλά δεν θέλω. Κοιτάξτε, θα σας πω κάτι: λόγω του ιδιαίτερου πολιτιστικού διαχωρισμού που προκλήθηκε όταν ο Χότζα κατείχε την εξουσία στην Αλβανία, αυτή η διδασκαλία χορού που υπάρχει σε όλα τα ελληνικά σχολεία, δεν προωθήθηκε ποτέ πραγματικά στην Αλβανία. Και έτσι οι Αλβανοί, όταν χορεύουν, είναι ελεύθεροι γιατί δεν χρειάζεται να χορεύουν σε ένα σταθερό μοτίβο παραδοσιακού χορού. Χορεύουν με την ψυχή τους. Έτσι χορεύω. Και όταν οι μουσικοί με ρωτούν τι θέλω να ακούσω, σχεδόν πάντα ζητάω το ίδιο τραγούδι το “Γενοβέφα”, ένα όμορφο τραγούδι από την περιοχή γύρω απ’ τα Ιωάννινα και έχει μια βαθιά ιστορία που μπόρεσα να εντοπίσω στη Ρουμανία και στους εβραίους Εσκενάζι. Αυτό είναι ένα κομμάτι που κατέληξε στα Ιωάννινα. Και για μένα είναι όμορφο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να το χορέψεις. Οπότε το ζητάω αλλά δεν το χορεύω. Θέλω όμως να βλέπω τους άλλους ανθρώπους να το χορεύουν.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που να αποτελεί πραγματικό μυστήριο για όλους εσάς που προσπαθείτε να καταλάβετε αυτήν τη μουσική; Να μην καταλαβαίνετε πώς βρέθηκε αυτό το τραγούδι εδώ, πώς και έχει αυτήν τη μουσική, αυτούς τους στίχους;
Κάθε τραγούδι είναι και ένα μυστήριο ή μάλλον τα καλύτερα τραγούδια, αυτά που με ενδιαφέρουν περισσότερο, είναι και από ένα μυστήριο. Έχουν μέρη που είναι αινίγματα. Δεν μπορείς να τα καταλάβεις και δεν θέλεις. Θέλω να διατηρήσω το μυστήριο που είναι κομμάτι της ομορφιάς τους. Διατηρήστε το μυστήριο.
Τι σας λένε οι άνθρωποι όταν σας βλέπουν και σας αναγνωρίζουν;
Όλοι στην Κόνιτσα ξέρουν ποιος είμαι. Με καλωσορίζουν. Σας ρωτάνε για το βιβλίο, σας ρωτάνε συνεχώς για τη μουσική; Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι δεν μου μιλάνε για το βιβλίο και τη μουσική. Και για να είμαι ειλικρινής, αυτό που μου αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή, είναι να γράφω. Έτσι, απλώς κάνω συζητήσεις με τους ανθρώπους όπου τους ρωτάω για τη ζωή τους, τους ζητάω να μου πουν ιστορίες, γιατί χρειάζομαι να έχω υλικό για να το σκέφτομαι.
Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Γράφω μία νουβέλα και δύο πιο μεγάλες ιστορίες.
Διαδραματίζονται στην Ελλάδα;
Οι δύο απ’ αυτές τις ιστορίες διαδραματίζονται στην Ελλάδα. Η μία λαμβάνει χώρα πριν από σχεδόν εκατό χρόνια στη Μακεδονία, κάπου πάνω απ’ τα Γρεβενά και λέγεται “Αν θα έπρεπε να καεί”. Έχει να κάνει με μια οικογένεια που ζει σ’ αυτό το χωριό και που ξαφνικά η ζωή της αλλάζει ριζικά εξαιτίας του κάψιμου του Ιούδα. Έχει σοβαρές επιπτώσεις, όχι μόνο για τους ίδιους αλλά για ολόκληρο το χωριό. Και μια άλλη ιστορία λαμβάνει χώρα στο τώρα, στην Ελλάδα, και έχει τίτλο “Πέτρος Μεγκαλοπούλος”, και το λέω σωστά, έτσι πρέπει, ο τόνος να είναι στο “πούλος” (σ.σ. στην πραγματικότητα μου λέει “bird” χαμογελώντας”) Και είναι μια ιστορία για έναν Αμερικανό που γνωρίζει πολύ καλά τους τρόπους των Ελλήνων.
Ακούγεται γνώριμο. Είναι κάτι που είναι ημιαυτοβιογραφικό;
Ναι. Και η νουβέλα που δουλεύω τώρα ονομάζεται “Το Πρόσφορο”. Διαδραματίζεται στην Αμερική του 1927, στο μέρος από όπου κατάγομαι, στη Νοτιοδυτική Βιρτζίνια, και είναι μια ιστορία φόνου. Περιλαμβάνει έναν άνδρα, μια γυναίκα, ένα ελάφι και ένα τρένο.
Έχετε γράψει ξανά μυθιστόρημα ή αυτή είναι η πρώτη φορά;
Δουλεύω πάνω στη μυθοπλασία από τότε που ήμουν 19, 20 ετών.
Πριν εκδώσετε το “Ηπειρώτικο Μοιρολόι” είχατε διαβάσει κάποιο άλλο που να σας ενέπνευσε, που να σας έκανε να πείτε ότι “θέλω να γράψω ένα βιβλίο για την ελληνική μουσική γιατί θέλω να το κάνω όπως αυτός”.
Λοιπόν, αυτή η ερώτηση έχει πλάκα γιατί δεν υπάρχει κανένα προϋπάρχον βιβλίο σαν αυτό που να εμπνέει… Επειδή, γενικά, δεν υπάρχει.
Δεν εννοώ πάνω στην ελληνική μουσική.
Ω, όχι, εννοώ δεν υπάρχει ένα βιβλίο για τη μουσική που να με ενέπνευσε. Αυτό όμως το έκανε ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που ονομάζεται “Roadside Picnic”.
Και με τι είχε να κάνει αυτό το βιβλίο;
Η ιστορία του έλαβε χώρα στο πολύ, πολύ κοντινό παρελθόν της Ρωσίας. Ήταν δύο Ρώσοι συγγραφείς, δύο αδέρφια που το έγραψαν. Όλα συμβαίνουν σε ένα χωριό όπου κάποιοι ανακαλύπτουν μερικά πράγματα που έχουν απομείνει εκεί κοντά, και τα οποία έχουν πολύ ιδιαίτερες ιδιότητες, μαγικές ή υπερφυσικές. Και έχουν έρθει επιστήμονες για να τα μελετήσουν. Και αυτοί με τη σειρά τους λένε ότι αυτό που ανακάλυψαν είναι ότι αυτά τα πράγματα μας δόθηκαν από εξωγήινους ως δώρα για να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη ή πλουσιότερη. Αλλά ένας άνθρωπος που ζει στο χωριό ανακαλύπτει το αντίθετο. Αυτό που έμεινε πίσω δεν ήταν ένα δώρο στην ανθρωπότητα. Ήταν τα σκουπίδια που άφησαν οι εξωγήινοι μετά από ένα πικνίκ. Τα σκουπίδια τους είχαν αυτές τις ιδιαίτερες ιδιότητες και για μένα αυτή η ιστορία εξηγεί κάπως το όλο θέμα γύρω απ’ τη μουσική. Ξέρετε, η μουσική είναι ένα εξαιρετικά ιερό πράγμα για μένα. Δεν υπάρχει τίποτα σαν τη μουσική, σαν τις ιδιότητες της μουσικής, αλλά ταυτόχρονα είναι κι ένα πολύ φυσικό πράγμα. Δεν υπάρχει μυστήριο γύρω απ’ αυτήν. Είναι κομμάτι μας. Είναι ανθρώπινο να κάνεις μουσική. Και έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά τα μυστήρια. Μερικοί άνθρωποι λένε, “ω, έτσι είναι”, αλλά κάποιοι άλλοι ότι ”όχι, αυτό είναι αφύσικο μέρος της ύπαρξής μας”.
Έτσι βλέπετε τη μουσική;
Ναι. Η μουσική είναι τόσο φυσική όσο φυσική είναι και η αναπνοή για την ανθρωπότητα. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε πώς να αναπνέουμε σωστά ή δεν εκτιμούμε το γεγονός ότι αναπνέουμε. Όταν αναπνέεις κάθε μέρα, δεν σκέφτεσαι πραγματικά πόσο ξεχωριστό είναι. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική.
Και κάτι τελευταίο: θα ζήσετε εδώ στην Κόνιτσα για πάντα;
Το “για πάντα” είναι ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα…