Ο μυστικός έρωτας

θεού και ανθρώπου

Από λιβάδι απάτητο, κυρά, σου έπλεξα στεφάνι,  

όπου ο τσομπάνος δεν τολμά να φέρει τα αρνιά του,

όπου δρεπάνι κοφτερό δεν ήρθε να θερίσει,

κι η μέλισσα την άνοιξη περνά μα δεν αγγίζει.

Το θρέφει η σεμνότητα με δροσερά ποτάμια

μόνοι για να το χαίρονται όσοι τη σωφροσύνη

την έχουνε στη φύση τους, χωρίς να τους τη μάθουν.

Ποτέ αχρείος δεν μπορεί ν’ αγγίξει εκεί λουλούδι!

Κυρά αγαπημένη μου, δέξου το το στεφάνι,

δώρο από χέρι ευλαβικό για τα χρυσά μαλλιά σου.

Σ’ άλλον θνητό δεν έλαχε τέτοια τιμή και δόξα:

στο πλάι σου να κάθεται, λόγια να σ’ απευθύνει,

και να σ’ ακούει να μιλάς ― δίχως να σ’ αντικρίζει.

Αχ, να μου τέλειωνε η ζωή έτσι όπως έχει αρχίσει!


Σε ποιαν απευθύνει ο Ιππόλυτος το ερωτικό του τραγούδι; Όχι σε κάποια θνητή γυναίκα, μα στην θεά του, την Άρτεμη, την κυρά της καρδιάς του.  

Γνωρίζουμε πώς αντιλαμβάνονταν τον έρωτα οι Έλληνες: Ο εραστής έχει αδειάσει απ' τον εαυτό του· αυτός που ζει πλέον μέσα του είναι ο ερώμενος· ο εραστής δεν ακούει και δεν βλέπει πια τίποτε άλλο παρά εκείνον· ο ερώμενος τον έχει κατά κάποιον τρόπο καταλάβει.  

Τι γίνεται όμως όταν ο ερώμενος είναι ένα ον θεϊκό, όπως εδώ η Άρτεμη;

Τότε μιλάμε για «έρωτα μυστικό». Αυτή η ιδέα του μυστικού έρωτα για τον θεό, η ιδέα της ένωσης με τη θεότητα, ψυχή με ψυχή, ιδέα τόσο καθοριστική για τη θρησκευτική ευαισθησία ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού, πρωτοδιατυπώνεται στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη.  

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί στο ίδιο δράμα βλέπουμε τη θεά ν' ανταποκρίνεται στον έρωτα του Ιππόλυτου, ακόμα κι αν τους δυο τούς χωρίζει μια απόσταση αγεφύρωτη, η απόσταση θνητότητας κι αθανασίας.  

Καταραμένος απ’ τον πατέρα του τον Θησέα, ο οποίος τον θεωρεί ένοχο μοιχείας με τη Φαίδρα, εξορισμένος απ’ την Τροιζήνα, ο Ιππόλυτος φεύγει κατατρεγμένος, ακολουθώντας την ακτή του Σαρωνικού. Ξαφνικά ένας τεράστιος άγριος ταύρος βγαίνει απ’ τη θάλασσα και εμφανίζεται μπροστά στο άρμα του. Τα άλογά του αφηνιάζουν κι ο Ιππόλυτος πέφτει απ’ το άρμα. Παγιδευμένος στα χαλινάρια, σέρνεται επάνω στους βράχους. Κάποιοι που τον είδαν μεταφέρουν το ταλαίπωρο, ξεσκισμένο κορμί του πίσω στην Τροιζήνα. Ο Ιππόλυτος, αιμόφυρτος, κείτεται πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Κι εκεί αισθάνεται την παρουσία της Άρτεμης. Της απευθύνεται με τα παρακάτω λόγια:  

― Βλέπεις κυρά τον πόνο μου; Βλέπεις τη συμφορά μου;

― Σε βλέπω, ναι, μα δεν μπορώ για σένα να δακρύσω…

― Πάει ο υπηρέτης σου, πάει ο κυνηγός σου!

― Ναι, φεύγεις υπηρέτη μου, μ' ακόμα σ' αγαπάω!  

Ο Ιππόλυτος δεν θα πεθάνει μόνος, δεν θα πεθάνει μες στην απελπισία. Νιώθει την αγάπη της θεάς του.  

«Ναι, φεύγεις υπηρέτη μου, μ' ακόμα σ' αγαπάω!» 


Από το 1ο κεφάλαιο του ΜΟΝΟΣ ΠΡΟΣ ΜΟΝΟΝ: «Λαϊκή ευσέβεια: Ιππόλυτος και Άρτεμη»

Αντρέ-Ζαν Φεστυζιέρ

Μόνος προς μόνον

Μετάφραση: Γιάννης Λ. Δημητρακόπουλος