Η παρηγοριά του ουρανού



Μια νέα γυναίκα κοιτάζει τα αστέρια. Είναι μόνη. Η Σαπφώ γράφει:

Έσβησε το φεγγάρι,

η Πούλια χάθηκε· μεσάνυχτα.

Κυλάει ο χρόνος,

κι εγώ κοιμάμαι μόνη.


Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, ο νυχτοφύλακας περιμένει όλο αγωνία το σινιάλο από την Τροία ότι νίκησαν οι Αχαιοί.  Για παρηγοριά στρέφει το βλέμμα του στ' αστέρια:  

Και τους θεούς παρακαλώ να διώξουνε το βάρος

ενός χρόνου σκοπιάς, που στέκομαι σαν φάρος

πάνω στις στέγες όρθιος, ή χάμω σα σκυλί,

στων αστεριών τη σύναξη τη νυχτερινή.

Τ’ άστρα που φέρνουν στους θνητούς μια ζέστη, μια βροχή,

τ’ αστέρια πάνω κει ψηλά, άρχοντες φωτεινοί.


Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη, ενώ ο Αγαμέμνονας αμφιβάλλει τι πρέπει να κάνει, ατενίζει ψηλά:  

Ποιο είναι αυτό το λαμπερό αστέρι που τριγυρνά στον ουρανό;

Δίπλα στην Πούλια την εφτάστερη, που στέκει ακόμα επάνω;

Πουλάκια δεν ακούγονται, η θάλασσα βουβή·

μόνο ελαφρά φυσά το αγέρι πάνω από τον Εύριπο.


Για τον Πλάτωνα, τα ουράνια σώματα είναι θεοί. Η ανθρώπινη ψυχή προέρχεται απ' τ' αστέρια. Κι όπως επικρατεί απόλυτη τάξη στον ουρανό, έτσι και η δική μας ψυχή οφείλει να επιβάλλει μέσα μας τάξη, κι έτσι να μοιάσει στον θεό.  

Ο αστρονόμος Πτολεμαίος εκφράζει την ανάταση που του προκαλεί η ενατένιση των άστρων:  

Ξέρω θνητός πως είμαι, ον εφήμερο· μα όταν

ατενίζω των άστρων το αδιάκοπο ανακύκλισμα,

δεν πατώ πια με τα πόδια μου τη γη, αλλά

βρίσκομαι κοντά στον ίδιο τον Δία και γεμίζω

από αμβροσία, την τροφή των θεών.


Σαν απόηχος των στίχων του Πτολεμαίου έρχονται ―17 αιώνες αργότερα― οι στίχοι του Γκαίτε από το Νυχτερινό τραγούδι του οδοιπόρου:  

Ω πλάσμα εσύ στον ουρανό

που όλες τις λύπες σβήνεις,

και σ’ όποιον πόνο έχει διπλό

διπλή δροσιά τού δίνεις,

Πόσο πολύ με κούρασαν ο αγώνας και η πάλη!

Τι έχει να δώσει η ταραχή, της ηδονής η ζάλη;

Γαλήνη γλυκιά,

έλα, αχ έλα μου, μες στην καρδιά.


Από το 7ο κεφάλαιο του ΜΟΝΟΣ ΠΡΟΣ ΜΟΝΟΝ: «Άνθρωπος, κόσμος και θεός στη στωική διδασκαλία»

Αντρέ-Ζαν Φεστυζιέρ

Μόνος προς μόνον

Μετάφραση: Γιάννης Λ. Δημητρακόπουλος