Φερνάντα Μελτσόρ
Εδώ δεν είναι Μαϊάμι
Να ζεις σε μια πόλη σημαίνει να ζεις ανάμεσα σε ιστορίες. Αλλά η πόλη είναι από μόνη της βουβή: αδυνατεί να αφηγηθεί το οτιδήποτε. Τις ιστορίες τις αφηγείται η γλώσσα των ανθρώπων, και η μνήμη.
Αυτό αναλαμβάνει εδώ η Φερνάντα Μελτσόρ, ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες της πόλης της, της Βερακρούς: για τη βασίλισσα του καρναβαλιού που σκότωσε τα παιδιά της, για εκείνους που συνάντησαν τον διάβολο στο στοιχειωμένο σπίτι, για το λιντσάρισμα του φονιά, για τους αστούς και τους προλετάριους, για τους φιλήσυχους περαστικούς και τους έμπορους ναρκωτικών, για όλους εκείνους που προσπαθούν να ζήσουν μες στα φώτα, τις φωτιές και τις σκιές του μεγάλου λιμανιού.
Αλλά πρωταγωνιστής είναι πάντα η ίδια η πόλη: η πόλη που αλλάζει, άλλοτε βίαια κι άλλοτε ύπουλα, η πόλη που καταρρέει, η πόλη που, καμιά φορά, αντιστέκεται.
«Η Μελτσόρ δεν στήνει απλώς έναν καθρέφτη σαν τον Σταντάλ· ανατέμνει το σώμα και μαζί την ψυχή της μεξικανικής κοινωνίας, χωρίς να φοβάται τι θα βρει»
New Yorker
«Η Μελτσόρ τοποθετείται (με θλίψη, ωστόσο, και σκληρό χιούμορ), κι ύστερα κάνει στην άκρη, για να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές»
New York Times
«Επιστρατεύει ένα αφηγηματικό όχημα για να εκφραστούν εκείνοι που σπανίως τους δίνεται ο λόγος. Και γράφει σε μια καθομιλουμένη η οποία ξεσκεπάζει τη στυγνότητα που κρύβει η γλώσσα της ουδέτερης περιγραφής»
Jacobin
«Η μακάβρια αισθητική της έχει νότες γκόθικ τρόμου, αλλά στην καρδιά της η Μελτσόρ είναι μια μαθήτρια του Ντίκενς»
Sunday Times
«Η συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας είναι μια απόπειρα να αφηγηθώ αυτές τις ιστορίες με τον τρόπο που θεωρώ πιο ειλικρινή: αποδεχόμενη την εγγενή πανουργία της γλώσσας προς όφελος της ίδιας της ιστορίας. Δεν έχει σημασία αν είναι αδύνατη η "αναπαραγωγή" της πραγματικότητας με ένα εργαλείο που σου πληγιάζει τα χέρια. Δεν έχει σημασία αν οποιαδήποτε εικόνα στον υπολογιστή μας, όσο ανούσια κι αν είναι, ισοδυναμεί με πάνω από χίλιες λέξεις.
Οι ιστορίες γεννιούνται μέσα στη γλώσσα, κι εκεί αποκτούν το βαθύτερό τους νόημα, αυτό που διαφεύγει από τα μαγνητόφωνα και τις κάμερες, αυτό που είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με τις φωνές και τις χειρονομίες της "φυλής". Δεν ξέρω αν εκπλήρωσα επιτυχώς την αποστολή μου, ξέρω όμως ότι αυτός ήταν ο στόχος μου, προτού ακόμα αποκρυσταλλωθούν στο μυαλό μου τούτες εδώ οι σκέψεις. Οι περισσότερες ιστορίες του βιβλίου "Εδώ δεν είναι Μαϊάμι" γράφτηκαν στο διάστημα μιας δεκαετούς περιόδου, από το 2002 μέχρι το 2011. Κάποιες απ’ αυτές πρωτοδημοσιεύτηκαν στις σελίδες του θρυλικού περιοδικού Replicante. Στη νέα αυτή έκδοση θέλησα να συμπεριλάβω μια πληρέστερη και λιγότερο μεροληπτική εκδοχή της τραγικής ιστορίας της Εβανχελίνα Τεχέρα, καθώς κι ένα αδημοσίευτο αφήγημα, το "Η ζωή δεν αξίζει μία", γραμμένο την ίδια εποχή με τα υπόλοιπα: την περίοδο της καταστροφικής συνύπαρξης του Φιδέλ Ερρέρα Μπελτράν ως Κυβερνήτη της Βερακρούς και του Φελίπε Καλδερόν Ινοχόσα ως Προέδρου της Δημοκρατίας.
Κάποια κείμενα του βιβλίου θα μπορούσαν να καταταχθούν στο δημοσιογραφικό είδος του χρονογραφήματος. Τα υπόλοιπα δεν επιδέχονται κατάταξη. Προτιμώ να τα αποκαλώ απλώς "μαρτυρίες". Δεν είναι δημοσιογραφικά κείμενα γιατί δεν περιλαμβάνουν ημερομηνίες, ακριβή στοιχεία ή αριθμούς πινακίδων αυτοκινήτων (εν μέρει για να προστατεύσω τις πηγές μου)· αλλά ούτε ρεαλιστική μυθοπλασία μπορούν να χαρακτηριστούν:
δεν γράφω για δάκρυα, για οπλισμένους άνδρες ή για τραυματισμένα παιδιά εκεί όπου δεν υπήρξαν. Η μόνη μυθοπλασία που είμαι διατεθειμένη να αναγνωρίσω σ’ αυτές τις αφηγήσεις είναι εκείνη που ενυπάρχει σε κάθε κατασκεύασμα της ανθρώπινης γλώσσας, από το ποίημα μέχρι το δελτίο Τύπου: η φόρμα, η αφηγηματική δομή.
Ας θυμηθούμε την ετυμολογία της λέξης "μυθοπλασία" (ficción): προέρχεται από το λατινικό fingere, που σημαίνει "πλάθω", "δίνω σχήμα και μορφή". Η πραγματικότητα στερείται κατευθυντήριας βούλησης, εσκεμμένου νοήματος· έτσι, τόσο το μυθιστόρημα όσο και το ρεπορτάζ είναι, κατά κάποιο τρόπο, πάντα "μυθοπλαστικά", υπό την έννοια ότι είναι τεχνητά κατασκευάσματα και δεν πρέπει να συγχέονται με την ίδια τη ζωή».
σελ. 10–11
Ο Βάτραχος κουνάει το κεφάλι με δυσπιστία. Γελάει κοροϊδευτικά στη σκέψη του κέντρου της Βερακρούς γεμάτου από «ευρωπαϊκά» υπαίθρια μπαράκια και καφετέριες.
Αυτοί οι καριόληδες οι Ισπανοί έχουν αγοράσει τα πάντα και το μόνο που θέλουν είναι να γαμήσουν τους ντόπιους και ν’ αφανίσουν το κέντρο της πόλης. Για να το κάνουν να μοιάζει με το Μαϊάμι ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Αλλά σ’ το λέω, μια μέρα ο κόσμος θα τους σιχαθεί. Σκατά ήταν η ζωή μας και τότε, η αλήθεια αυτή είναι, αλλά είχε και τα καλά της, είχαμε τουλάχιστον κάπου να πίνουμε τις μπίρες μας και να κουβεντιάζουμε χωρίς να μας σνομπάρει κανένας που είμαστε εργάτες.
Ο Βάτραχος κοπανάει το άδειο μπουκάλι στο τραπέζι. Μένουμε όλοι για κάμποση ώρα σιωπηλοί.
σελ. 34
Πάντα με ενοχλούσε η γειτνίαση του αστυνομικού ρεπορτάζ με τις στήλες των «κοινωνικών», όχι μόνο επειδή αυτές οι δύο ενότητες εμφανίζονται συνήθως δίπλαδίπλα στις εφημερίδες της Βερακρούς (και μάλιστα συχνά στις δύο σελίδες του ίδιου φύλλου, σαν να αντικατοπτρίζουν η μια την άλλη), αλλά επειδή και οι δύο συνηθίζουν να παρουσιάζουν την «ύλη» τους ως αποκλειστική, μοναδική κι ανεπανάληπτη: πρώτα μια νεαρή κοπέλα ανεβαίνει στο θρόνο της βασίλισσας του καρναβαλιού, ως ζωντανό σύμβολο της χαράς, της φρεσκάδας και της γονιμότητας μιας ολόκληρης πόλης, κι ύστερα αποκαθηλώνεται ως παιδοκτόνος, ως μυθική κακούργα, σαν τη μάγισσα του παραμυθιού, και τ’ όνομά της αναγκάζει τα παιδάκια της Βερακρούς ν’ ακούνε τη μαμά τους και να τρώνε όλο τους το φαγητό, αλλιώς «θα έρθει η Εβανχελίνα να τα τιμωρήσει».
Δυο αρχέτυπα αντίθετα αλλά συμπληρωματικά, προσωπεία που απανθρωποποιούν τις γυναίκες και λειτουργούν σαν οθόνες που πάνω τους προβάλλονται επιθυμίες, φόβοι και ανησυχίες μιας κοινωνίας η οποία διατείνεται πως είναι ένας θύλακας τροπικού αισθησιασμού, μα κατά βάθος αποδεικνύεται βαθιά συντηρητική, ταξική και μισογυνική.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά τη διπλή ανθρωποκτονία που συγκλόνισε την κοινωνία της Βερακρούς, τα ίχνη της ξανθιάς Εβανχελίνα έχουν χαθεί.
σελ. 63–64
Η μεταγωγή ξεκίνησε στις δύο το πρωί. Ο βοριάς φυσούσε μανιασμένος. Κάποιοι κρατούμενοι δεν είχαν προλάβει καλά-καλά ούτε να ντυθούν, όταν οι ομοσπονδιακοί μπούκαραν στα κελιά. Τους έβαλαν, με μπουνιές και κλωτσιές, να στοιχηθούν στους διαδρόμους, να καλύψουν το πρόσωπο με τα γυμνά τους χέρια και να περάσουν μπροστά από μια ομάδα παραταγμένων στρατιωτών έτοιμων να τους πυροβολήσουν, έτσι και τολμούσαν να σηκώσουν το κεφάλι για να εντοπίσουν κάποιον συγγενή τους μες στο συγκεντρωμένο πλήθος.
Οι φυλακισμένοι έτρεμαν· κάποιοι σκέφτονταν την «υποδοχή» που τους περίμενε στον προορισμό τους. Άλλοι πάλι ήταν πιο προνοητικοί: είχαν καταφέρει να κάνουν κάποιες «συνεννοήσεις» στις φυλακές όπου θα τους πήγαιναν, διότι το γνώριζαν ήδη από τα μέσα Δεκέμβρη πως η δική τους θα εκκενωνόταν προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως σκηνικό για τη νέα ταινία του Μελ Γκίμπσον, μια φήμη που οι Αρχές τότε διέψευδαν κατηγορηματικά, ακόμη κι αφότου ο παροπλισμός της φυλακής Αγιέντε ανακοινώθηκε επίσημα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με νοικιασμένα λεωφορεία που συνοδεύονταν από στρατιωτικά τζιπ, σχεδόν 1.000 κρατούμενοι αναχώρησαν για άλλα σωφρονιστικά καταστήματα της πολιτείας. Οι πύλες της φυλακής Αγιέντε έμειναν ανοιχτές, και δεκάδες γυναίκες μαζεύτηκαν τριγύρω, περιμένοντας να ξημερώσει για να μάθουν πού είχαν μεταφερθεί οι δικοί τους.
σελ. 67
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
«Στην κορυφή του νέου κύματος της ισπανόφωνης πεζογραφίας, η Μελτσόρ είναι μια σπαρακτική συγγραφέας του χαμού, με μια πρόζα ευθύβολη, ανησυχαστική και πυρετική. Δεν ξέρουμε κάτι ανάλογο με τη Μελτσόρ σήμερα, και πιθανότατα δεν υπάρχει».
Κυριάκος Αθανασιάδης | Η Καθημερινή
Η Fernanda Melchor γεννήθηκε το 1982 στη Βερακρούς του Μεξικού, όπου και σπούδασε δημοσιογραφία. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα: The Paris Review, La Palabra y el Hombre, Letras Libres, Excélsior, Le Monde diplomatique, και αλλού. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Anna Seghers-Preis (2019).
Αναγνωρίζεται σαν μία απ’ τις σημαντικότερες και πιο πρωτότυπες νέες φωνές της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Από το ΔΩΜΑ κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Η εποχή των τυφώνων (2021) και Πάρανταϊς (2023), υποψήφια και τα δύο για το Διεθνές Βραβείο Booker.
φωτογραφία: Maj Lindstrom
ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΜΕΛΤΣΟΡ
ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΪΑΜΙ
Τίτλος πρωτοτύπου: Aquí no es Miami
Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου
Επιμέλεια: Δέσποινα Κανελλοπούλου & Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου
Εξώφυλλο: Κολλάζ από φωτογραφία της Εβανχελίνα Τεχέρα, βασίλισσας του καρναβαλιού της Βερακρούς, ΔΩΜΑ
174 σελ.
16 €
Μάρτιος 2024
testimonia / 10
ISBN: 978-618-5598-31-0