Σκολαστίκ Μουκασονγκά
Ο Κιμπογκό ανέβηκε στον ουρανό
ΦΙΝΑΛΙΣΤ ΓΙΑ ΤΟ NATIONAL BOOK AWARD 2022
Εκείνη τη χρονιά η ξηρασία έμοιαζε να μη θέλει να τελειώσει. Κι η μεγάλη πείνα, η Ρουζαγκαγιούρα, ήρθε και τσάκισε τους φτωχούς Ρουαντέζους. Προσεύχονταν οι άνθρωποι στον καινούργιο θεό πού ’χανε φέρει οι παπάδες των λευκών αποίκων, στον καλό Γεζού και στη μαμά του, τη Μαρία. Γιατί είχανε πια βαπτιστεί και δεν πίστευαν άλλο στα είδωλα του διαβόλου. Αλλά κάποιοι, λίγοι, φύλαγαν στα κρυφά την παλιά πίστη στον Κιμπογκό, που είχε ανεβεί στον ουρανό κι είχε τρυπήσει με το δόρυ του το σύννεφο. Κι ανέβηκαν κι εκείνοι πάνω στο όρος Ρουνανί και παρακάλεσαν τον Κιμπογκό να ξαναφέρει τη βροχή. Κι η βροχή ήρθε. Αλλά ποιος την είχε φέρει; Ο Κιμπογκό ή ο Γεζού;
Με αέρινη απλότητα κι αθόρυβο χιούμορ, η Σκολαστίκ Μουκασονγκά δίνει μια οικουμενική ιστορία για τη δύναμη των μύθων και την ανθεκτικότητά τους. Νομίζουν οι άνθρωποι πως αυτοί πλάθουν τους μύθους τους, μα σιωπηρά, ανεπίγνωστα, οι μύθοι πλάθουν τους ανθρώπους.
«Η αφηγηματική πνοή της Σκολαστίκ Μουκασονγκά δίνει ζωή σ’ έναν χαμένο κόσμο με όλη του την αστραφτερή πολυμορφία». J. M. Coetzee
«Ας ευχαριστήσουμε τη Σκολαστίκ Μουκασονγκά. Με το Ο Κιμπογκό ανέβηκε στον ουρανό η τραγωδία μεταμορφώνεται σε παραμύθι». L’Obs
«Εδώ οι ιστορίες έχουν μια δική τους ζωή και ζωτικότητα. Οι απλοί θνητοί δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί τους». Wall Street Journal
«Μια μεγάλη παραμυθού. Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα γεμάτο ειρωνεία και πάθος». Bernard Pivot, Journal du dimanche
Η Scholastique Mukasonga (1956) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρουάντα. Εξαιτίας των εμφύλιων συγκρούσεων στην πατρίδα της, βρήκε καταφύγιο αρχικά στο Μπουρούντι και αργότερα στη Γαλλία, όπου ζει μέχρι σήμερα. Εργάστηκε ως κοινωνική λειτουργός. Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας της Ρουάντας, 37 μέλη της οικογένειάς της εξοντώθηκαν. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες και έχουν τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Prix Renaudot, το Prix Océans France Ô και το Prix Renaissance de la nouvelle.
Η Σκολαστίκ Μουκασονγκά με τα δικά της λόγια:
Προτιμώ να με βλέπω σαν παραμυθού παρά σαν συγγραφέα. Η παροιμία λέει ‘Umuntu uca umugani ntagira inabi ku mutim’, ‘αυτός που λέει παραμύθια δεν έχει μίσος στην καρδιά του’.
*
Δεν είχα χρόνο να ψάξω για πρότυπα. Είχα επείγον καθήκον να διαφυλάξω τη μνήμη, γιατί ζούσα με την απειλή η μνήμη αυτή να χαθεί. Έπρεπε να δουλέψω μ’ ό,τι είχα, να αφεθώ στη λευκή σελίδα, να την κάνω έμπιστη φίλη μου. Μια έμπιστη φίλη που καλοδεχόταν την ιστορία μου, χωρίς να την ενδιαφέρει αν ήταν καλογραμμένη. Όταν άρχισα να γράφω στο μικρό μπλε σημειωματάρι που είχα πάντα μαζί μου, δεν σκόπευα να δημοσιεύσω τίποτα. Απλά διέσωζα τη μνήμη.
*
Όταν κλείνω τα μάτια μου, περπατάω πάντα σ’ εκείνο το κακοτράχαλο μονοπάτι που κανένας πια δεν το περπατάει… Πέσανε νεκροί από τις μασέτες, δεν έχουν ούτε ταφόπλακες…Έτσι όταν κλείνω τα μάτια μου, ξέρω γιατί γράφω.
*
Γράφω για τις γυναίκες που αλέθουν το σόργο κάτω από μια πέτρα, τους άντρες που καυγαδίζουν γύρω από μια κανάτα με μπίρα από μπανάνα και τα μικρά κορίτσια που σέρνουν τις κούκλες τους από ένα σκοινί.
Δε θα σταματήσω ποτέ να γράφω για τη Ρουάντα: υπάρχουν τόσα ακόμα να γράψω γι’ αυτή τη χαμένη, δολοφονημένη και ξαναγεννημένη χώρα. Υπάρχουν πολύ λίγοι Ρουαντέζοι συγγραφείς, κι ανάμεσά τους ακόμη λιγότερες γυναίκες. Ξέρω ότι τα βιβλία μου είναι απαραίτητα. Είναι σα να με διατάζουν οι νεαροί Ρουαντέζοι που διψάνε ν’ ανακαλύψουν ξανά έναν τόσο περιφρονημένο πολιτισμό. Δεν είναι μόνο καθήκον· είναι και χαρά. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να βουτήξω στο μπαούλο με τις ιστορίες της μάνας μου.
*
Όπως κάθε άτομο έχει σημασία, έτσι και κάθε γλώσσα έχει σημασία. Η αξία της δεν είναι ανάλογη με τον αριθμό των ανθρώπων που την μιλάνε. Κάθε γλώσσα, από τη στιγμή που επιτρέπει σ’ ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων να εκφραστεί, κι άρα να υπάρξει, πρέπει να προστατεύεται και να θεωρείται πλούτος για την ανθρωπότητα.
*
Το να γίνω κοινωνική λειτουργός ήταν χωρίς αμφιβολία η μοναδική επιλογή της ζωής μου. Πίστευα ότι έτσι θα μπορούσα να μεταφέρω γνώση σ’ αυτούς που είχαν αποκλειστεί απ’ αυτήν στα χωριά. Πίστευα ότι θα γινόμουν η φωνή τους και ότι θα τους βοηθούσα να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίηση. Παρόλο που δεν μπόρεσα να εργαστώ στη Ρουάντα, δούλεψα στις αγροτικές περιοχές του Μπουρούντι, όπου οι γυναίκες έχουν την ίδια κουλτούρα. Στη Γαλλία, την ίδια δουλειά έκανα, αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο: προασπιζόμουν τα δικαιώματα εκείνων που κινδύνευαν να περιθωριοποιηθούν, και τους βοηθούσα να καλυτερέψουν την καθημερινή ζωή τους.
*Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα είναι από παλαιότερη συνέντευξη της συγγραφέα στο the white review.
Ύστερα ήρθαν οι παπάδες. Στη μεγάλη εκκλησία της ιεραποστολής, μα και στα μικρότερα ξωκλήσια, βγάλανε κήρυγμα:
«Ο ήλιος, η βροχή, τα σύννεφα, τα φασόλια, οι μπανάνες, οι κολοκύθες, το σόργο, το κεχρί, και τα γελάδια ακόμα, όλα αυτά τα έφτιαξε ο Γεζού μας. Έτσι δεν σας δίδαξα στην κατήχηση; Όλα αυτά σ’ εκείνον ανήκουνε. Τα κάνει ό,τι θέλει. Δίνει τη βροχή όταν θέλει, σ’ όποιον θέλει: είναι ο καλός θεός. Κι άμα δεν δίνει τη βροχή, πάει να πει ότι έχει θυμώσει. Ίσως έχει τους λόγους του που έχει θυμώσει μαζί σας. Και ίσως μπορώ να σας πω κι εγώ μερικούς απ’ τους λόγους του. Ξέρω ότι λέτε πως είστε βαπτισμένοι, πως είστε καλοί χριστιανοί, πως δεν είστε πια ειδωλολάτρες που δεν γνωρίζουν τον αληθινό θεό, αλλά τι βλέπω πίσω απ’ τις εικονίτσες σας με τον Γεζού και τη Μαρία, τι προσπαθείτε να μου κρύψετε; Φυλαχτά που σας φτιάξανε οι μάγοι από νύχια λεοπάρδαλης, από δόντια φακόχοιρου, από δέρμα φιδιού, από κόκκαλα λαγού, από ρίζες ροζιασμένες, κι απ’ τα φτερά εκείνων των γουρλίδικων κοτόπουλων που δεν τολμάτε να τα φάτε κι ας πεθαίνετε της πείνας! Και κρεμάτε πάνω σας κι άλλα πράγματα, τόσο αισχρά που δεν τολμώ να τα κατονομάσω. Και ξέρω επίσης ότι πάτε στα κρυφά να βρείτε τον ξορκιστή γιατί θέλετε το κακό του πλησίον σας και ―ακόμα χειρότερα!― πάτε και βρίσκετε τον φαρμακευτή για να απαλλαγείτε απ’ τον αντίπαλό σας που μισείτε. Και νομίζετε πως δεν ξέρω τι πάτε και κάνετε σ’ εκείνο το λόφο, όπου βρίσκεται το δασάκι των δαιμόνων που ακόμα φοβάστε να το χαλάσετε; Πάτε εκεί να λατρέψετε τον διάβολο, κάτω από κείνα τα καταραμένα δέντρα, κι ούτε ξέρω τι πνεύματα κυριεύουν την ψυχή σας, ολόκληρη στρατιά από δαίμονες, και όταν μπαίνουν μέσα σας, όταν καταχτούνε τις δύσμοιρες ψυχές σας που η βάπτιση τις λύτρωσε, σας πιάνει μανία και το στόμα σας αφρίζει, κι από μέσα του βγαίνουν φριχτές βλασφήμιες που, άμα τις ακούγατε να λέγονται στο φως της μέρας, θα σας έπιανε ντροπή.
»Τώρα λοιπόν ξέρετε γιατί ο Γεζού συγκρατεί τα σύννεφα, γιατί αρνείται να σας δώσει τη βροχή. Και οι δικοί σας οι βροχοποιοί, οι αμπαβούμπγι σας, μ’ όλους τους θεατρινισμούς τους, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Ας βαράνε όσο θέλουν τα φετίχ τους, τα ραβδιά που, όπως λένε, φέρνουν τη βροχή· ο Γεζού τούς έχει αφαιρέσει τη δύναμη ― αν είχαν ποτέ κάποια δύναμη. Τώρα, αλήθεια σας λέω, μόνο ο Γεζού, μόνο η Μαρία, μπορούν να φέρουν τη βροχή. Αυτοί εξουσιάζουνε τα σύννεφα. Εμείς γνωρίζουμε όλες τις προσευχές που πρέπει να ειπωθούν για να έρθει η βροχή. Αλλά εμείς, οι καλοί ιερείς, δεν θα σας κρύψουμε τις προσευχές μας, όπως κάνουν οι μάγοι με τις κατάρες τους. Θα τις μάθετε στην κατήχηση, θα τις αναπέμπουμε και θα τις ψάλλουμε όλοι μαζί, κάθε μέρα της βδομάδας. Και οι κοπελίτσες θα βγουν να μαζέψουνε λουλούδια για το άγαλμα της Μαρίας. Της Μαρίας τής αρέσουν τα λουλούδια κι έχει καλή καρδιά, η Μαρία αγαπάει όλο τον κόσμο, ακόμα κι αυτούς που είναι μαύροι κι αχάριστοι όπως εσείς. Αλλά την Κυριακή θα βάλετε τη Μαρία επάνω στο φορείο, στο ινγκόμπγι, όχι αυτό που έχετε για τους άρρωστους και τους πεθαμένους, μα εκείνο που φυλάτε για τις νυφούλες, εκείνο που είχατε για να μεταφέρετε τους αρχηγούς σας και τον βασιλιά σας, πριν έρθουν οι Βέλγοι και τους χαρίσουν αυτοκίνητα. Θα πρέπει να βρείτε νέους άντρες που νά ’ναι ακόμα ρωμαλέοι για να την κουβαλήσουν στους ώμους τους. Θα την περιφέρουμε παντού στο λόφο, σ’ όλους τους αγρούς, σ’ όλα τα μπανανοχώραφα, κι εσείς θα τραγουδάτε ψαλμωδίες που θα τις έχετε μάθει για να έρθει η βροχή, κι εγώ θα πηγαίνω μπροστά σας και θα ευλογώ τα μαντριά και τους αγρούς και τα μπανανοχώραφα με αγιασμένο νερό από τη βάπτιση, και θα πάμε μέχρι την κορφή του βουνού, ναι, πάνω στο όρος Ρουνανί, εκεί όπου η δεισιδαιμονία σας σάς απαγορεύει ν’ ανεβείτε, αλλά θα μας προστατέψει η Μαρία και θα διώξει τα κακά πνεύματα, κι εμείς θα της δείξουμε όλους τους διψασμένους λόφους, τους αγρούς, τα ξεραμένα μπανανοχώραφα, κι εγώ θα ευλογήσω τον ουρανό, τέσσερις φορές θα τον ευλογήσω, κι αν προσευχηθείτε, αν ψάλετε μ’ όλη σας την καρδιά, αν υποσχεθείτε μ’ ειλικρίνεια ότι απαρνιέστε όλα τα ειδωλολατρικά φερσίματα του Σατανά (και θα πρέπει πρώτα να έρθετε να μου τα παραδεχτείτε στην εξομολόγηση), τότε η βροχή θα ξαναρθεί».
Κανείς δεν αντιμίλησε στον παπά. Όλοι ήταν μαθημένοι στις επιπλήξεις του, οι οποίες, ανάλογα την περίπτωση, ήταν περισσότερο ή λιγότερο φαρμακερές. Έτσι άσχημα μιλούσαν οι παντρί που ήταν αμόρφωτοι. Κι άλλωστε όλοι ξέραμε ότι εκείνοι που πήγαιναν να συμβουλευτούν τους μάγους θα συνέχιζαν να το κάνουν, κι εκείνοι που ήταν μυημένοι στο Κουμπαντούα θα συνέχιζαν να σηκώνονται μες στη νύχτα για να τιμήσουν τη λατρεία τους. Τέλος πάντων, ακολουθήσαμε κατά γράμμα τις υποδείξεις του ιεραπόστολου, μιας και, ποιος ξέρει, μπορεί και νά ’φερναν αποτέλεσμα και να ελευθερωνόταν η βροχή. Οι παντρί ξέρανε τόσα και τόσα εκπληκτικά πράγματα! Και ίσως όλα αυτά τα εκπληκτικά πράγματα να τους τα είχαν δώσει ο Γεζού τους κι η Μαρία τους. Ποτέ δεν ξέρεις.
Σκολαστίκ Μουκασονγκά, Ο Κιμπογκό ανέβηκε στον ουρανό, σελ. 16-18
μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
ΣΚΟΛΑΣΤΙΚ ΜΟΥΚΑΣΟΝΓΚΑ
Ο ΚΙΜΠΟΓΚΟ ΑΝΕΒΗΚΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kibogo est monté au ciel
Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής
Επιμέλεια: Δέσποινα Κανελλοπούλου & Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου
Πίνακας εξωφύλλου: Paul Cézanne, Château Noir devant la Montagne Sainte-Victoire, περ. 1890–1895 (λεπτομέρεια)
148 σελ.
15 €
Κυκλοφορία: Μάιος 2023
Σειρά: τα πεζά / 24
ISBN: 978-618-5598-22-8