Κρέας για τους λύκους

Χάρι Κούνζρου

Κρέας για τους λύκους

https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1377/image_1920?unique=6b07ebc
Μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου

18,00 € 18.0 EUR 20,00 €

18,87 €

Not Available For Sale

Αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει.

Αυτή η υποτροφία στο Βερολίνο είναι η ευκαιρία του: έχει τρεις μήνες για να γράψει το βιβλίο του, να διαχειριστεί τις αγωνίες του και να αντιμετωπίσει την αίσθηση ανεπάρκειας που τον βασανίζει. Ύστερα θα γυρίσει στη Νέα Υόρκη, ώριμος, κατασταλαγμένος, ένας υπεύθυνος πατέρας και σύζυγος.  

Αλλά αντί να στρωθεί στη δουλειά, χαζο­λογάει στο ίντερνετ και βλέπει αστυνομικές σειρές. Μία απ’ αυτές, το Blue Lives, τον αιχμαλωτίζει: μόνη αλήθεια είναι η ισχύς· ουσία του κόσμου είναι η βία· και το μόνο πραγματικό δίλημμα είναι αν θα είσαι με τα αρνιά ή αν θα είσαι με τους λύκους. Μια τυχαία συνάντηση με τον δημιουργό της σειράς θα τον σπρώξει μέσα στην κουνελότρυπα.     

Απ’ τους Γερμανούς λυρικούς ποιητές του 19ου αιώνα στα πανκιά του Ανατολικού Βερολίνου, και από την κοινωνία της επιτηρούμενης «διαφάνειας» στα ιντερνετικά καταγώγια της εναλλακτικής Δεξιάς, το Κρέας για τους λύκους, πέρα από μυθιστόρημα ιδεών, υπαρξιακή περιπέτεια και πολιτική κριτική, είναι πρωτίστως η πνευματική ιστορία μιας ήττας.

«Το συναρπαστικότερο διανοητικά μυθιστόρημα που διάβασα εδώ και πάρα πολύ καιρό.  Ένα επίκαιρο, εκκωφαντικά ευφυές έργο»      

​The Guardian

       

«Μπορούμε να ξυπνήσουμε από την κίβδηλη αίσθηση ότι είμαστε ασφαλείς;»      

The New York Review of Books       


«Μια καταβύθιση στις παράνοιες της εποχής μας»      

The Wall Street Journal       

«Τα τέρατα ξαμολήθηκαν»    

Los Angeles Review of Books

Ο Hari Kunzru (1969) γεννήθηκε στο Έσσεξ της Αγγλίας και σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Ουό­ρικ. Ζει στη Νέα Υόρκη, όπου διδάσκει δημιουργική γραφή στο New York University. Τα μυθιστορήματά του έχουν μετα­φραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες. Συν­εργάζεται ­τακτικά, μεταξύ άλλων, με τους New York Times, τον New Yorker, το New York Review of Books και τον ­Guardian. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ο ευγενής των Ινδιών (Πατάκης, 2003) και Η μετάδοση (Πατάκης, 2006). Είναι δη­μιουρ­γός του podcast Into the Zone.   

Φτάσαμε στο κτήριο όπου γινόταν η δεξίωση· η διάσημη νεοκλασική πρόσοψη του Συναυλιακού Κέντρου ήταν ατάκτως καλυμμένη με πορτοκαλί σωσίβια. Ο Φίνλεϋ διέκρινε την απορία στο πρόσωπό μου και ανέλαβε να μου εξηγήσει, σαν να μιλούσε σε κάποιον επαρχιώτη ξάδερφο άμαθο από μεγαλουπόλεις, πως αυτά ήταν σωσίβια προσφύγων, που τα είχε μαζέψει απ’ τις ακτές της Λέσβου ο διάσημος καλλιτέχνης Άι Γουεϊγουέι.

Χρειάστηκε να περάσουμε κάτω από μια φουσκωτή βάρκα και ένα πανό που έγραφε κάποιο hashtag, και μετά είδα δύο γυναίκες με βραδινές τουαλέτες να καπνίζουν προσπαθώντας να προφυλαχτούν από την παγωνιά του Φεβρουαρίου με ισοθερμικές κουβέρτες αλουμινίου, σαν αυτές που μοιράζουν στα θύματα φυσικών καταστροφών και τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων όταν τερματίζουν. Ο Φίνλεϋ είπε το όνομά του σ’ έναν νεαρό με ακουστικό στ’ αυτί, και αυτός μας οδήγησε στο εσωτερικό, όπου μόλις είχε τελειώσει ένα φιλανθρωπικό δείπνο. Η συναυλιακή αίθουσα ήταν μια πανδαισία χρυσών και λευκών αποχρώσεων, ενώ δεκάδες τραπέζια ήταν φορτωμένα με τα απομεινάρια του λουκούλλειου γεύματος που είχε προηγηθεί. Όλοι σχεδόν οι παρευρισκόμενοι φορούσαν αυτές τις αλουμινένιες κουβέρτες. Άντρες με βραδινό κοστούμι τις είχαν δέσει στο λαιμό τους, σαν να ήταν η μπέρτα του Σούπερμαν. Γυναίκες με εξώπλατες τουαλέτες τις φορούσαν ανέμελα, σαν να ήταν διαστημικές εσάρπες. Κάποιες ήταν πεταμένες στο πάτωμα, άλλες αφημένες στις καρέκλες. Οι καλεσμένοι είχαν σηκωθεί από τα τραπέζια — τα μέλη της τάξης των δωρητών, δειλά και αμήχανα, σαν παράξενα τροπικά πουλιά που ένιωθαν άβολα κοντά σ’ ανθρώπους, δέχονταν αβρότητες και καλοπιάσματα από επαγγελματίες της εξωστρέφειας, φίλους, συμβουλάτορες και μέντορες. Μόλις είχε τελειώσει κάποια τελετή βράβευσης. Εδώ κι εκεί περνούσαν από χέρι σε χέρι διάφορα βραβεία από πλεξιγκλάς, ενώ οι νικητές δέχονταν συγχαρητήρια και παρίσταναν με σεμνότητα τους έκπληκτους. Εμφανίστηκε μια σερβιτόρα που κρατούσε ένα δίσκο με σφηνάκια, κι εγώ κατέβασα δύο απανωτά, κοιτάζοντας μουδιασμένος τους ανθρώπους που ήταν τυλιγμένοι στις αλουμινένιες κουβέρτες, μασκαρεμένοι σαν πρόσφυγες.  


Χάρι Κούνζρου, Κρέας για τους λύκους, σελ.: 183-184μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου

«Γιατί να αναγκαστούμε να μετακομίσουμε;» 

«Έχεις μπει καθόλου στο διαδίκτυο τώρα τελευταία; Υποθέτω πως κάπως έτσι θα ήταν και στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Αυτή η αίσθηση πως κάτι έρχεται. Πρέπει να περιμένουμε το αναπάντεχο. Το ουρανοκατέβατο. Δεν πρέπει να γίνουμε εκείνοι που δίστασαν. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν…»

«Με πήρες στις έξι το πρωί για να μιλήσουμε για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν;»

«Τον ανέφερα επειδή σχετίζεται με το θέμα. Δεν ήταν γυμνασμένος άντρας. Όταν τράπηκε σε φυγή, διέσχισε τα Πυρηναία σέρνοντας μαζί του μια βαριά βαλίτσα με βιβλία. Όταν του απαγόρευσαν την είσοδο στην Ισπανία πήρε υπερβολική δόση μορ-φίνης και πέθανε. Δεν είχε την ψυχική σκευή για να επιβιώσει. Γιατί; Επειδή ήταν συλλέκτης, προσκολλημένος στη συλλογή του. Ευελπιστούσε, τελείως παράλογα, ότι κάτι θα γινόταν και οι Ναζί θα τον άφηναν στην ησυχία του. Όταν συνειδητοποίησε πόσο γελοίος ήταν αυτός ο ευσεβής πόθος, ήταν πλέον αργά». «Μου μιλάς για τους Ναζί. Θα κλείσω το τηλέφωνο».

«Όχι, αγάπη μου, μια στιγμή. Οι άνθρωποι βγάζουν συμπεράσματα απ’ αυτά που γνωρίζουν. Τους είναι δύσκολο να φανταστούν ριζικές αλλαγές. Γνωστική προκατάληψη λέγεται αυτό. Σκέψου λίγο, ειλικρινά, τι θα συμβεί σε ανθρώπους σαν εμάς αν πάρουν αυτοί την εξουσία; Μας μισούν».

«Ποιοι μας μισούν;»

«Αυτά τα καθίκια. Οι άνθρωποι σαν εμάς είναι πάντα τα πρώτα θύματα».

«Κοίτα, ανησυχώ εξίσου μ’ εσένα. Αύριο βράδυ γίνεται μια εκδήλωση για συγκέντρωση χρημάτων. Θα είναι πολλοί νομικοί. Θα στηρίξουμε το ψηφοδέλτιό μας και θα διασφαλίσουμε πως οι Δημοκρατικοί θα έχουν τις καλύτερες δυνατές προοπτικές τη νύχτα των εκλογών. Επιπλέον, κανένας δεν πιστεύει σοβαρά ότι πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Έχεις δει τις δημοσκοπήσεις; Δεν υποβιβάζω το όποιο άγχος σου, αλλά θα τη βρούμε την άκρη, εντάξει; Έξυπνοι άνθρωποι είμαστε. Αν είναι να συμβεί, θα το αντιληφθούμε εγκαίρως».

Αυτό ήταν ένα από τα προβλήματα μεταξύ μας: η πίστη της Ρέι στη δημοκρατική διαδικασία, στο Δημοκρατικό Κόμμα, σ’ έναν κόσμο θεμελιωδώς ορθολογικό. Για μένα, οι προεδρικές εκλογές που θα διεξάγονταν αργότερα μες στη χρονιά αποτε-λούσαν μόνο ένα μικρό τμήμα των φόβων μου. Η μετατόπιση ήταν μεγαλύτερη από έναν υποψήφιο ή μία χώρα. Το τσουνάμι του γκανγκστερισμού είχε παγκόσμιες διαστάσεις. Δεν έβλεπα τίποτα ορθολογικό σ’ αυτό που ερχόταν. Απολύτως τίποτα. 


Χάρι Κούνζρου, Κρέας για τους λύκους, σελ.: 94-95μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου

Λίγο μετά τις έντεκα ανακοινώνεται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι παίρνουν τη Βόρεια Καρολίνα. Ξαφνικά, ο δρόμος του Τραμπ προς τον Λευκό Οίκο μοιάζει να ανοίγει, λέει η τηλεόραση. Κοιτάζω γύρω μου τα πρόσωπα των ανθρώπων που αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως ίσως η εικόνα που είχαν για τον κόσμο μέχρι πριν από λίγες ώρες —μια εικόνα βασισμένη στο ότι βρίσκονται σ’ αυτό που λέμε μεσαίο χώρο— δεν ήταν και τόσο ακριβής. Δεν νιώθω την παραμικρή ικανοποίηση. Δεν θέλω ν’ αρχίσω να χοροπηδάω φωνάζοντάς τους: Σας τά ’λεγα εγώ. Αλλά διαπιστώνω ότι δεν αισθάνομαι έκπληξη, νιώθω πως η έκβαση των εκλογών αποτελεί τη φυσική συνέχεια όλων όσων μου συνέβησαν αυτή τη χρονιά, σαν οι σκέψεις που τόσο καιρό προσπαθούσα ν’ αποφύγω να παίρνουν τώρα σάρκα και οστά. Στην τηλεόραση ζητούν από έναν καλεσμένο να σχολιάσει τα αδύναμα σημεία της Κλίντον. Δεν είναι συμπαθής στον κόσμο, λέει. Έχει πολύ βεβαρημένο παρελθόν.

Επιστρέφω στην κρεβατοκάμαρα, παραμερίζω τα παλτά και ξαπλώνω στο κρεβάτι μας. Ακούω σειρήνες από το δρόμο. Κάπου έχει πιάσει φωτιά. Κάποιον χτύπησαν. Κάποιον πυροβόλησαν. Έξω, στην πόλη, συμβαίνουν άσχημα πράγματα. Είναι εκπληκτικό, αλλά πέρα από μερικές μάταιες απόπειρες να καθαρίσω τα εισερχόμενα μέιλ μου και κάποιες τραπεζικές συναλλαγές, έχω να μπω στο διαδίκτυο από τότε που ήμουν στο Παρίσι. Ανοίγω το λάπτοπ μου και πηγαίνω σε μια από τις ακροδεξιές ιστοσελίδες όπου αναζητούσα παλιά τις αναρτήσεις του Στάρεμπεργκ. Γίνεται πανικός από meme και θριαμβολογίες, φωτογραφίες του Τραμπ με μάτια από λέιζερ, παλαιστές, ρομπότ, Πόκεμον, υπερήρωες, σαρκαστικοί βάτραχοι-καρτούν που εκπέμπουν ακτίνες και ενεργειακά πεδία, μυστικιστικά σύμβολα ενέργειας με συνοδευτικά κείμενα του στυλ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΘΕΕ ΠΑΡΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΜΟΥ! Κάποιοι χρήστες παίζουν ένα παιχνίδι, ή κάτι που δεν είναι ακριβώς παιχνίδι, κάνοντας προβλέψεις που θα «επαληθευτούν» εάν ο εννεαψήφιος αριθμός της ανάρτησής τους λήγει σε δύο ή τρία ίδια ψηφία. ΑΝ ΒΓΟΥΝ ΔΙΠΛΑ, Ο ΤΡΑΜΠ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΜΕ 88%. Πολλές αναφορές στους ναζί, στις Δεκατέσσερις Λέξεις, ρατσιστικές γελοιογραφίες, κινούμενα σχέδια με τον Τραμπ μονταρισμένα μαζί με γιαπωνέζικα Γκάνταμ και άνιμε, και υπόκρουση συνήθως ένα τραγούδι Eurobeat με στίχους «Αέρια αέρια αέρια». Πολλοί από τους χρήστες φαίνεται να πιστεύουν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι φέρνουν τον Τραμπ στην εξουσία μέσω της «μαγείας των meme», με την αποκρυφιστική δύναμη του υλικού που φτιάχνουν και που διαρρέει και στον εκτός διαδικτύου κόσμο. Εν μέσω όλων των ανυπόγραφων meme, βλέπω αυτό που περίμενα. Μια μικρή κινούμενη εικόνα που απεικονίζει μια λόγχη να υψώνεται μπροστά από ένα παγωμένο τοπίο. Μια νέα δύναμη ανατέλλει στον Βορρά. Η ανάρτηση υπογράφεται από κάποιον Ernst Heim Berg.

Κλείνω το λάπτοπ. Απ’ το σαλόνι ακούω την τηλεόραση να λέει, στις προκριματικές εκλογές ο Τραμπ είχε στολίσει τους αντιπάλους του με διάφορα επίθετα, κι αυτό φαίνεται πως είχε απήχηση σε αρκετό κόσμο.


Χάρι Κούνζρου, Κρέας για τους λύκους, σελ.: 331-332μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου

Συνειδητοποίησα ότι ένιωθα ντροπή γι’ αυτό που προσπα­θούσα να πω. Όταν ήμουν νεότερος είχα εργαστεί σε πολλούς δημόσιους χώρους, σε πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, καφετέριες, μέχρι και σε μπαρ. Δεν ήταν ο θόρυβος η αιτία του τρό­μου που μ’ έπιανε στην ιδέα ενός ανοιχτού χώρου εργασίας. Το γραφείο που μου είχαν παραχωρήσει βρισκόταν στο κέντρο του χώρου. Όσο εγώ θα έγραφα, κόσμος θα πηγαινοερχόταν πίσω μου, έξω από το οπτικό μου πεδίο. Συγχρόνως, κοντά μου υπήρ­χαν άλλοι «σταθμοί εργασίας» (ο ανατριχιαστικός όρος του θυ­ρωρού είχε ήδη κολλήσει στο μυαλό μου σαν τσίχλα στη σόλα παπουτσιού), κάτι που σήμαινε πως θα μπορούσα να βλέπω την οθόνη των ανθρώπων που θα εργάζονταν εκεί. Και η δική μου οθόνη θα ήταν ορατή σε κάποιους άλλους, ίσως όχι τόσο ώστε να μπορούν να διαβάσουν το κείμενο, αλλά αρκετά ώστε να διακρίνουν αν εκείνη τη στιγμή δούλευα πάνω σε κάποιο έγγραφο ή έβλεπα βίντεο από κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Θα ήμουν ορατός από κάθε πιθανή γωνία. Θα ήταν ορατό το σώμα μου, η στάση μου. Είχα αποκτήσει μια αβυσσαλέα απέχθεια στην ιδέα τού να με κοιτάνε την ώρα που γράφω, όχι μόνο επειδή το περιεχόμενο μπορεί να είναι αυστηρώς προσωπικό, αλλά και επειδή όλα τα πράγματα, πέραν του γραψίματος, που κάνει κάποιος όταν γράφει —να τεντώνεται, να κοιτάει το κενό, να χαζολογάει στο διαδίκτυο— έχουν κάτι το ντροπιαστικό όταν τα βλέπουν κι άλλοι. Η αίσθηση ότι σε παρακολουθούν προκαλεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη συναίσθηση του ίδιου σου του εαυτού.

Κάπου μέσα στο βιβλίο Το Είναι και το Μηδέν, ο Σαρτρ φαντάζεται τον εαυτό του σαν ωτακουστή ή ηδονοβλεψία σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο, που ξάφνου τον κατακλύζει ο τρόμος ότι υπάρχει πιθανότητα να τον πιάσουνε στα πράσα, ότι θα εμφανι­στεί ο Άλλος (αυτός ο σημαντικός Υπαρξιακός χαρακτήρας) και θα του ρίξει επάνω του το φως ενός φακού, αποκαλύπτοντας τα αίσχη του. Όσο αισθάνεται απαρατήρητος, είναι απολύτως αφο­σιωμένος σε αυτό που κάνει. Είναι καθαρή συνείδηση, υπαρξιακά ελεύθερος. Με το που διαφαίνεται έστω και το ενδεχόμενο να τον παρατηρούν —ένα τρίξιμο, ο ήχος ενός βήματος ή η ανε­παίσθητη κίνηση μιας κουρτίνας—, όλη του η ελευθερία χάνεται μεμιάς. «Η ντροπή» γράφει «είναι ντροπή για τον εαυτό μου. Είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι είμαι τούτο το αντικείμε­νο που ο άλλος το παρατηρεί και το κρίνει. Ντροπή μπορώ να νιώθω μονάχα για την ελευθερία μου στο βαθμό που αυτή μου διαφεύγει για να μετατραπεί σε δεδομένο αντικείμενο… Είμαι αυτός που είμαι μέσα σ’ έναν κόσμο που εξαιτίας του Άλλου μού έχει γίνει ξένος».

Ο εργασιακός βίος των περισσότερων ανθρώπων περιλαμβά­νει αυτού του είδους την αποξενωτική παρακολούθηση ως κάτι το τελείως αυτονόητο. Η αστυνομευτική λειτουργία του ενιαίου κι ανοιχτού χώρου γραφείων είναι γνώριμη σε οποιονδήποτε έχει εργαστεί ποτέ σε τέτοιο χώρο. Είτε σε τηλεφωνικό κέντρο είτε σε αποθήκη αποστολής εμπορευμάτων τα διαλείμματα για τουαλέτα καταγράφονται, ο ρυθμός εργασίας των υπαλλήλων ποσοτικοποιείται σχολαστικά, και επιβάλλονται ποινές σε όσους καθυστερούν. Τίποτε απ’ αυτά όμως δεν θα μπορούσε να αφορά εμένα. Εγώ ήμουν συγγραφέας, και είχα κερδίσει μια υποτροφία υψηλού κύρους. Θα έπρεπε λοιπόν να θεωρείται δεδομένο ότι ήμουν ικανός να πειθαρχώ τον εαυτό μου και να εργάζομαι ευ­συνείδητα, χωρίς να χρειάζομαι εξωτερική παρακίνηση. Σίγου­ρα δεν χρειαζόταν να με παρακολουθεί ο Άλλος, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραγωγικότητά μου. Ο σταθμός εργασίας ήταν κάτι σαν προσβολή, μια επίθεση στο κύρος μου. Ήταν κάτι εντελώς απαράδεκτο.

Ζήτησα από τον θυρωρό συγγνώμη που είχα ξεχάσει το όνο­μά του και στη συνέχεια του εξήγησα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γράψω έστω και μία λέξη εκεί μέσα. Θα μιλούσα με τη διευ­θύντρια του προγράμματος τη Δευτέρα, όταν θα επέστρεφε. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Το δωμάτιό μου ήταν πολύ άνετο. Μπορού­σα μια χαρά να δουλέψω εκεί.

«Φυσικά, κάντε όπως νομίζετε, αλλά…» Η φωνή του έσβησε θλιμμένα.

«Ίσως βοηθούσε να σας παραπέμψω στις γενικές αρχές λει­τουργίας μας, όπως αναγράφονται στον κανονισμό, τον οποίο θα βρείτε επίσης στο φάκελο που παραλάβατε. Εκεί διατυπώνε­ται ξεκάθαρα η φιλοσοφία του χερ Ντόιτερ».

Κάτι στη φράση του με εξόργισε. Δεν έδινα δεκάρα για τη «φιλοσοφία του χερ Ντόιτερ». Ήθελα τον προσωπικό μου χώρο.


Χάρι Κούνζρου, Κρέας για τους λύκους, σελ.: 29-32

μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου

Πιστεύω πως η στιγμή που ξεκινά η μέση ηλικία μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Είναι η στιγμή που εξετάζεις τη ζωή σου και, αντί να βλέπεις ένα πεδίο δυνατοτήτων ν’ ανοίγεται, τη σφαίρα των προοπτικών σου να μεγαλώνει, αισθάνεσαι σαν να ξύπνησες από ύπνο βαθύ, ή σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή και ν’ αποκτάς ξάφνου συναίσθηση του περίγυρου. Ώστε εδώ βρίσκομαι, λες. Αυτό έχω γίνει. Συνειδητοποιείς για πρώτη φορά πως η —σωματική, διανοητική, κοινωνική, οικονομική— κατάστασή σου δεν είναι πλέον απολύτως στο χέρι σου· πως ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα θα καθορίσει εν πολλοίς το υπόλοιπο της ιστορίας. Όσα έχεις κάνει δεν ξεγίνονται, και πολλά απ’ όσα έχεις αναβάλει «για αργότερα» δεν θα γίνουν ποτέ. Με λίγα λόγια, ο χρόνος σου δεν είναι απλώς πεπερασμένος, αλλά φθίνει κιόλας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ό,τι κι αν κάνεις, όση χαρά ή συγκίνηση κι αν νιώσεις, όσα ρίγη ηδονής κι αν αισθανθείς, δεν πρόκειται να απαλλαγείς ποτέ από τη σχεδόν ανεπαίσθητη εντύπωση πως πορεύεσαι σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά προς το σκοτάδι.


Στη δική μου περίπτωση, αυτή η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μου με βρήκε —αρκετά συμβατικά, θα έλεγα— στο σπίτι, πλάι στη γυναίκα μου, που εκείνη την ώρα κοιμόταν, στο διαμέρισμά μας στο Μπρούκλυν. Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος δίπλα της, ξάγρυπνος, κι άκουγα την ανάσα της, κατάλαβα ξαφνικά πως οι δυνάμεις και η διάνοιά μου είχαν όρια. Έβλεπα ήδη μπροστά μου τη στιγμή που θα είχα ανάγκη από ξεκούραση. Απορούσα πώς είχα φτάσει ώς εκεί, ποια αλληλουχία γεγονότων με είχε οδηγήσει σ’ εκείνη την κάπως υπερβολικά ζεστή κρεβατοκάμαρα, δίπλα σε μια γυναίκα που, αν είχαν έρθει αλλιώς τα πράγματα, μπορεί να μην την είχα γνωρίσει ποτέ, ή να μην είχα αναγνωρίσει στο πρόσωπό της τον άνθρωπο που ήθελα μαζί του να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου. Έπειτα από πέντε χρόνια γάμου ήμουν ακόμη ερωτευμένος με τη Ρέι, κι εκείνη ακόμη ερωτευμένη μαζί μου. Γι’ αυτό δεν είχα αμφιβολίες· ήταν ένα ευτυχές δεδομένο. Η τρίχρονη κόρη μας κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.


Η ευτυχία μας με άγχωνε. Ήταν αφύσικη αντίδραση, το ήξερα. Είχα γίνει ο γεροτσιγκούνης που φοβάται μην και χάσει το συναισθηματικό του κομπόδεμα. Όμως οι σκέψεις μου, που έτρεχαν σαν τα ποντίκια μες στο δωμάτιό μου, μες στο δωμά¬τιο του παιδιού μου, δεν ήταν εντελώς αβάσιμες. Εκείνο τον καιρό τα κανάλια στην τηλεόραση έδειχναν διαρκώς εικόνες με παιδιά πληγωμένα, ξεριζωμένα από τον πόλεμο. Έπιανα συχνά τον εαυτό μου καμπουριασμένο πάνω απ’ το λάπτοπ μου, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Με συγκλόνιζε αυτό που έβλεπα, αλλά συγχρόνως με στοίχειωνε κι ένα ερώτημα πιο εγωιστικό: Αν ο κόσμος ερχόταν ανάποδα, θα ήμουν άραγε σε θέση να προστατέψω την οικογένειά μου; Θα μπορούσα να σκαρφαλώσω πάνω στο φράχτη με την κορούλα μου στους ώμους; Θα κατάφερνα να κρατήσω το χέρι της γυναίκας μου την ώρα που το φουσκωτό θα αναποδογύριζε; Η κοινή ζωή μας ήταν εύθραυστη. Μια μέρα κάτι θα χαλούσε. Ένας από μας θα πάθαινε ένα ατύχημα ή θα αρρώσταινε, ή ίσως ο κόσμος βυθιζόταν ακόμα πιο βαθιά στον πόλεμο και το χάος, καταπίνοντας κι εμάς, όπως είχε καταπιεί τόσες και τόσες οικογένειες.


Χάρι Κούνζρου, Κρέας για τους λύκους, σελ.: 13-15

μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου 


ΧΑΡΙ ΚΟΥΝΖΡΟΥ  

ΚΡΕΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ 

Τίτλος πρωτοτύπου: Red Pill  

Μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου  

Επιμέλεια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου & Θάνος Σαμαρτζής  

Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου  

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Καλοφωλιάς    

340 σελ.  

20 €  

Κυκλοφορία: Μάρτιος 2023  

Σειρά: τα πεζά / 21  

ISBN: 978-618-5598-19-8


Your Dynamic Snippet will be displayed here... This message is displayed because you did not provided both a filter and a template to use.