Λάμπετε στο σκοτάδι

Λιλιάνα Κολάνσι

Λάμπετε στο σκοτάδι

https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1375/image_1920?unique=8198eaf
Διηγήματα
Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

10,19 € 10.19 EUR 11,32 €

11,32 €

Not Available For Sale

Αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει.

«Μας έβαλαν όλους στο Ολυμπιακό Στάδιο. Άδειασε η γειτονιά, οι πόρτες των σπιτιών ανοιχτές, το φαγητό ζεστό ακόμα στο στρωμένο τραπέζι, τα σκυλιά στις αυλές να αλυχτάνε για τα αφεντικά τους. Μας κράτησαν ώρες ολόκληρες χωρίς την παραμικρή εξήγηση. Εγώ φοβόμουνα πολύ εκεί, μέσα σε τόσο κόσμο, ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά με τρομάζανε όλοι, ακόμα και τα παιδιά, ήθελα να είναι μακριά μου, να είναι μακριά από μένα εκείνα τα αθώα, βρώμικα, και ίσως θανατηφόρα χεράκια. Κανείς δεν ήξερε πού, σε ποιο ακριβώς μέρος του σώματός του ή των ρούχων του παραμόνευε το δηλητήριο. Μας χώρισαν σε ομάδες και ξεκίνησε η εξέταση». 


Έξι φωσφορίζουσες ιστορίες αόρατου κινδύνου. Έξι διηγήματα που προεκτείνουν την πραγματικότητα στα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Υπό το βάρος της εξουσίας, του χρόνου και της μεγάλης κλίμακας, ο άνθρωπος, μικρός, λυγίζει· άλλοτε βουβά, μισολιπόθυμος απ’ το μεθύσι, άλλοτε με τη μουσική υπόκρουση μιας εκκωφαντικής έκρηξης.

«Μία από τις ανατρεπτικές νέες φωνές μιας γενιάς Λατινοαμερικάνων συγγραφέων που ​αποκτούν όλο και πιο πρωταγωνιστικό ρόλο»   

El Hablador


«Μια σκληρή ομορφιά»   

El País


«Ένα έργο σπουδαίας πρωτοτυπίας και αφηγηματικής δύναμης»   

Κριτική επιτροπή βραβείου Ribera Del Duero

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Κάποιοι είπαν ότι ήταν κάτι που φάγανε. Άλλοι, πώς ήτανε ηλίαση. Κάποιοι θυμήθηκαν τα λύματα που ήταν γεμάτα κου νούπια και κάλεσαν το Ινστιτούτο Τροπικών Ασθενειών. Κάποιος είπε ότι έφταιγε η δόνια Λένα, η μάγισσα που ζούσε σε μια ξύλινη παράγκα πίσω από το αεροδρόμιο, και κάποιοι θέλησαν να πάνε να της βάλουν φωτιά στο σπίτι. Αυτά παθαίνετε για να μεθοκοπάτε μέχρι το ξημέρωμα, γκρίνιαξε η γυναίκα ενός. Δικαιολογίες των εργατών για να μην έρθουν στη δουλειά, είπε ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου. Συνιστώ ανάπαυση, είπε ο γιατρός.

Η Γκαμπριέλα ψηνόταν στον πυρετό όλη νύχτα, έσπαγε το κεφάλι της και προβληματιζόταν. Θυμόταν τότε που είδε για πρώτη φορά τη θάλασσα, εφτά χρονών στην Παραναΐμπα, μετά από ένα τριήμερο ταξίδι με τον πατέρα της· ένα συγκλονιστικό συναίσθημα που τη βρήκε απροετοίμαστη και την άφησε άναυδη. Θυμόταν πως είχαν κοιμηθεί σε αιώρες μπροστά στη θάλασσα. Θυμόταν πως ο πατέρας της πουλούσε αιώρες από πόλη σε πόλη και την κουβαλούσε δεμένη στην πλάτη του, πως την τάιζε φαγητά που δεν της άρεσαν (παντζάρια, σαρδέλες, κουνουπίδι), θυμόταν τα αγριογούρουνα που είχαν δει να τρέχουν στην πλατεία Μπελέμ της Μπρέζιο ντο Κρούιζ, και την ηλεκτρική καταιγίδα που τους έπιασε ένα δειλινό στον κάμπο. Θυμόταν τη μέρα που ο πατέρας της τής είπε: Περίμενέ με εδώ, και δεν ξαναγύρισε, κι εκείνη έμεινε ασάλευτη στη γωνία μέχρι που βάθυναν οι σκιές, και πια δεν ξαναείδε τον πατέρα της, απ’ τον οποίο μετά βίας θυμόταν τα γένια και το τατουάζ με την άγκυρα που έγραφε «Ο Θεός σ’ αγαπάει» (και όλες τις φορές που είχε αναζητήσει αυτό το τατουάζ στα σώματα των αντρών). Θυμόταν πώς είναι να πεινάς, να φοβάσαι, να κρυώνεις, και τις γυναίκες με τις κόκκινες παγιέτες και τις μακριές γάμπες που την αποκαλούσαν «Αγάπη μου». Θυμόταν την εποχή που φορούσε την κορδέλα στα μαλλιά και δούλευε στο φαρμακείο του Εσπίριτου Σάντο, και τον άντρα που μπήκε για να ζητήσει παστίλιες για το λαιμό, και πώς την κοίταξε, και τότε πρόσεξε το τατουάζ με την άγκυρα στον καρπό του. Θυμήθηκε πως του είπε: Είμαι δεκατεσσάρων χρονών, κι εκείνος θυμήθηκε την κόρη του, που ήταν σχεδόν στην ηλικία της κι είχε ένα όνομα που της φάνηκε όμορφο: Διώνη. Θυμήθηκε τον φαρμακοποιό που τη γιατροπόρεψε ύστερα απ’ αυτό που της έκανε εκείνος ο άντρας, και που της είπε: Να κάνεις παιδιά, το ξεχνάς. Θυμήθηκε το αίμα, το φόβο και πως ήθελε να πεθάνει. Τον κεραυνό που έπεσε τη νύχτα της καταιγίδας, λίγα μόλις μέτρα από το δέντρο όπου είχαν βρει καταφύγιο με τον πατέρα της, εκείνο το γαλάζιο φως που έβλεπε ακόμα και με τα μάτια της κλειστά και που έμεινε φυλακισμένο στο μυαλό της όλα αυτά τα ήρεμα, γαλήνια, ευτυχισμένα χρόνια με τον Ντεβαΐρ. Σκέφτηκε ότι όλη της τη ζωή δεν έκανε τίποτ’ άλλο απ’ το να περιμένει να επιστρέψει το φως, εκείνο το φως του διαβόλου.

Την ώρα που η αυγή άρχισε να αχνοφαίνεται μέσα από τις κουρτίνες, η Γκαμπριέλα είχε ήδη πάρει την απόφασή της. Σηκώθηκε αθόρυβα, τρέμοντας ακόμα από τον πυρετό, και ετοιμάστηκε να βγει· μια τούφα από μαύρα μαλλιά ξεκόλλησε από το κεφάλι της και έμεινε πάνω στη χτένα. Ο Ντεβαΐρ στριφογυρνούσε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του είχε εκείνο το εξωπραγματικό πορτοκαλί χρώμα που είχε αποκτήσει τις τελευταίες μέρες και ήταν συσπασμένο από την ανησυχία. Του ζήτησε σιωπηλά συγγνώμη γι’ αυτό που επρόκειτο να κάνει. Συγκρατώντας την αναγούλα της, έβαλε τον κύλινδρο σε μια σακούλα και κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο.

Λιλιάνα Κολάνσι, Λάμπετε στο σκοτάδι, σελ.: 90-92 μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

Μετά από κάποιες ώρες, ενώ ο Γιόνι παραδίδει κοτόπουλα Μπιν Λάντεν με το σαραβαλιασμένο του Kawasaki, η οθόνη του κινητού του αναβοσβήνει αρκετές φορές. Κάθε φορά που ο Γιόνι ανεβαίνει στη μηχανή και βάζει το κράνος με το λειρί του κόκορα, η πόλη γέρνει σαν τριδιάστατη πίστα σε βιντεοπαιχνίδι και το μηχανάκι υψώνεται μερικά εκατοστά πάνω από το έδαφος· η λέιζερ όρασή του και τα ατσάλινα αντανακλαστικά του τον βοηθούν να αποφεύγει τα λεωφορεία Dragon που βγάζουν φωτιές, τους μεθυσμένους που είναι χυμένοι στο πεζοδρόμιο και τους πλανόδιους πωλητές που προσφέρουν ζελέ με σαντιγί, να συναγωνίζεται τα μηχανάκια των μιγάδων πανκ και να ξεφεύγει από τις αγέλες των αγριεμένων αδέσποτων που τρέχουν πίσω από τη μυρωδιά του ψητού κοτόπουλου. 

Όταν φτάνει στον προορισμό του την προκαθορισμένη από την εφαρμογή ώρα, και από τη μισάνοιχτη πόρτα ενός σπιτιού ή διαμερίσματος απλώνεται ένα χέρι για να παραλάβει την μοσχομυριστή, ζεστή παραγγελία από τα κοτόπουλα Μπιν Λάντεν, ο ουρανός αρχίζει να βρέχει χρυσά νομίσματα, και μια διαφήμιση αναβοσβήνει μπροστά στα μάτια του: 



Αν καταφέρει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που του βάζει το χάος της πόλης και να μη μείνει πίσω ούτε μια φορά, το αφεντικό του ―μια τεχνητή νοημοσύνη ονόματι Κορνέλιο Άρτεξ― θα του καταθέσει ένα μπόνους στο τέλος της χρονιάς, με το οποίο σχεδιάζει να ξοφλήσει το φέρετρο του πατέρα του και, αν του περισσέψουν χρήματα, ν’ αγοράσει ένα εισιτήριο και να πάει στην Αρίκα για να γνωρίσει τη θάλασσα. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να προσέχει το κινητό του, να μη χάσει ούτε μία παραγγελία και να ελίσσεται στην πόλη με την ταχύτητα του φωτός. Όσο περιμένει ν’ ανάψει το πράσινο (μπροστά του, στη διάβαση των πεζών, εκπαιδευτές κυκλοφοριακής αγωγής ντυμένοι ζέβρες), ο Γιόνι ελέγχει τις παραγγελίες που μπαίνουν στην εφαρμογή. Παρεμβάλλονται όμως άλλα, πιο επείγοντα μηνύματα. Ο Μόκο και η Περσέφονε τού στέλνουν, ο καθένας ξεχωριστά, ένα βίντεο που έχει γίνει viral, ακολουθούμενο από θαυμαστικά. 

!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! 

Το βίντεο δείχνει έναν νεαρό που βαδίζει σε κατάσταση έκστασης στους δρόμους της αγοράς, ανάμεσα σε βουνά από βολβούς, κλωνάρια μαϊντανού και ουακατάγια. Παρόλο που δεν υπάρχει μουσική ούτε καμιά γιορτή εκεί γύρω, το αγόρι χορεύει. Αν και αυτό δεν μοιάζει και τόσο με χορό, σκέφτεται ο Γιόνι, απλώς το σώμα του συστρέφεται αλλόκοτα, θαρρείς και τού ’χουν κάνει οι μπάτσοι ηλεκτροσόκ. Οι πωλητές τον δείχνουν και γελάνε. Είναι μεθυσμένος, λέει μια μιγάδα. Πού είναι το πάρτι, ρε φίλε;, φωνάζει μια άλλη, πετώντας του ένα καλαμπόκι που πετυχαίνει τον νεαρό στο κεφάλι και του κατεβάζει την κουκούλα που μέχρι τότε του έκρυβε το πρόσωπο. Τα μάτια του αγοριού είναι κενά, γυρισμένα προς τα μέσα, αλλά ο Γιόνι ξεχωρίζει αμέσως το σκουλαρίκι στο φρύδι και το ρομβοειδές τατουάζ στο λαιμό του Όρκι. 

Ο Όρκι — του έχουν κάνει μάγια, λέει ο Γιόνι. 

Το φανάρι γίνεται πράσινο, και πίσω απ’ το μηχανάκι αρχίζει μια χορωδία από υστερικές κόρνες. 


Λιλιάνα Κολάνσι, Λάμπετε στο σκοτάδι, σελ.: 43-44 μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

Η Liliana Colanzi (1981) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βολιβία. Είναι καθηγήτρια λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Cornell, ενώ έχει ιδρύσει τον βολιβιανό εκδοτικό οίκο Dum Dum. Έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων (Vacaciones Permanentes, 2010· La Ola, 2014· Nuestro Mundo Muerto, 2016· Ustedes Brillan En Lo Oscuro, 2022). To 2017 συμπεριλήφθηκε στους Bogotá39, μια επιλογή των σημαντικότερων νέων λατινοαμερικάνικων λογοτεχνικών φωνών. Tο Λάμπετε στο σκοτάδι βραβεύτηκε το 2022 με το βραβείο Ribera Del Duero.

Η συγγραφέας Λιλιάνα Κολάνσι

ΛΙΛΙΑΝΑ ΚΟΛΑΝΣΙ  

ΛΑΜΠΕΤΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ     

Τίτλος πρωτοτύπου: Ustedes brillan en lo oscuro  

Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου   

Επιμέλεια: Δέσποινα Κανελλοπούλου & Μαργαρίτα Ζαχαριάδου  

Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου  

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Καλοφωλιάς  

102 σελ.   

12 €   

Κυκλοφορία: Απρίλιος 2023   

Σειρά: τα πεζά / 23  

ISBN: 978-618-5598-21-1


Your Dynamic Snippet will be displayed here... This message is displayed because you did not provided both a filter and a template to use.