Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή

Ζαν-Ζακ Ρουσσώ

Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή

https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1609/image_1920?unique=721095a
Μετάφραση-εισαγωγή: Θάνος Σαμαρτζής 

15,28 € 15.280000000000001 EUR 16,98 €

16,98 €

Not Available For Sale

Αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει.

«Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Αλλα εγώ, αποκομμένος απ’ αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω».  

Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μακριά απ’ τους άλλους ανθρώπους; Κι όταν βρίσκομαι ανάμεσά τους, μπορώ να μην είμαι ψεύτικος; Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Ρουσσώ, μόνος, κυνηγημένος, απόκληρος, αφήνει την ψυχή του να απλωθεί ελεύθερη κι ανεμπόδιστη, καθώς μάχεται να δικαιώσει ενώπιον του εαυτού του ολόκληρη την ύπαρξή του.

Ο Jean-Jacques Rousseau (1712–1778) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γενεύη. Σε ηλικία περίπου τριάντα ετών μετακόμισε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με την πνευματική πρωτοπορία της εποχής. Έγραψε φιλοσοφικές και πολιτικές πραγματείες, μυθιστορήματα, όπερες, και κείμενα αυτοβιογραφικά. Υπέστη αλλεπάλληλες διώξεις για τις ιδέες του, κι έζησε για χρόνια εξόριστος και ανέστιος. Για τον Καντ, ήταν «ο Νεύτωνας του ηθικού κόσμου». Η επιρροή που άσκησε στη φιλοσοφία, την πολιτική σκέψη, τη λογοτεχνία και, γενικότερα, στην ευαισθησία του νεότερου δυτικού πολιτισμού υπήρξε ανυπολόγιστη. 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

του Θάνου Σαμαρτζή

Είναι Απρίλης του 1776 και στους δρόμους του Παρισιού ο 64χρονος Ζαν-Ζακ Ρουσσώ μοιράζει στους διαβάτες ένα χειρόγραφο φυλλάδιο με τίτλο: Προς κάθε Γάλλο που εξακολουθεί ν’ αγαπά τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ξεκινά ως εξής: 

Γάλλοι! Έθνος άλλοτε αγαπημένο και τρυφερό, τι έχετε απογίνει; Τι σας έκανε ν’ αλλάξετε στάση απέναντι σ’ έναν κακότυχο ξένο, που είναι μόνος του, στο έλεός σας, χωρίς κανένα στήριγμα, χωρίς κανέναν υπερασπιστή (…); Τι σας έκανε ν’ αλλάξετε στάση απέναντι σ’ έναν άνθρωπο άκακο και άδολο, εχθρό της αδικίας, μα καρτερικό στο να την υπομένει, ο οποίος ποτέ δεν έκανε, ποτέ δεν ευχήθηκε, ποτέ δεν ανταπόδωσε κακό σε κανέναν, και ο οποίος εδώ και δεκαπέν­τε χρόνια, βουτηγμένος, κυλισμένος από εσάς στο βούρκο της ατίμωσης και της διαβολής, βλέπει και νιώθει να του φορτώνουν χωρίς σταματημό αισχρότητες που όμοιές τους δεν ακούστηκαν ποτέ για κανέναν άνθρωπο, δίχως ποτέ να μπορέσει τουλάχιστον να μάθει την αιτία! 

Ούτε ένας σχεδόν απ’ τους περαστικούς δεν δέχτηκε να πάρει το φυλλάδιο.

Λίγες βδομάδες νωρίτερα, στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, ο Ρουσσώ είχε μπει κρυφά στην Παναγία των Παρισίων από μια πλαϊνή είσοδο, σε μια ώρα που πίστευε πως θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Σκόπευε να εναποθέσει στην αγία τράπεζα της εκκλη­σίας το έργο που ετοίμαζε τα τελευταία τέσσερα χρόνια: το Ο Ρουσσώ κριτής του Ζαν-Ζακ, γνωστό και με τον υπότιτλό του, Διάλογοι. Στο έργο αυτό αναλαμβάνει ρόλο κρινόμενου, κριτή και συνηγόρου, επιχειρώντας να υπερα­σπιστεί τον εαυτό του και να ξεσκεπάσει τη συνωμοσία που έχει εξυφανθεί σε βάρος του. Μόνο που η συνωμοσία είναι οικου­μενική, έχει απλωθεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Κάθε άνθρωπος που συναντά, όσο φιλικός κι αν δείχνει, συμμετέχει στην πλεκτάνη. Δεν έχει νόημα, πιστεύει, να δοκιμάσει να μετα­στρέψει τις απόψεις των συγ­καιρινών του. Απευθύνεται λοιπόν στον θεό και μπαίνει στο ναό του. Ξάφνου, όμως, παρατηρεί πως υπάρχει ένα κιγ­κλίδωμα που τον εμποδίζει να πλησιάσει την αγία τράπεζα. Το σχέδιό του αποτυγχάνει. Για μια στιγμή σκέφτεται, μας λέει, πως ούτε ο θεός δεν είναι διατεθειμένος να τον ακούσει.


2.

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ γεννιέται το 1712 στην τότε ανεξάρτητη πόλη-κράτος της Γενεύης, κοιτίδα του καλβινισμού. Η μητέρα του πεθαίνει λίγες μέρες μετά τη γέννα. Μεγαλώνει με τον πατέρα του, ωρολογοποιό, ο οποίος από πολύ νωρίς του διαβάζει μυθιστορήματα και Πλούταρχο. Ο πατέρας του αναγ­κάζεται να εγκαταλείψει τη Γενεύη, και ο Ρουσσώ σε ηλικία δέκα ετών μένει μόνος, ζώντας σε σπίτια συγγενών του αρχικά κι ύστερα μ’ έναν προτε­στάντη ιερωμένο. Πιάνει δουλειά, πρώτα ως μαθητευόμενος συμβολαιογράφος κι έπειτα ως μαθητευόμενος χαράκτης. Στα δεκαπέντε του, μένει ένα βράδυ κλεισμένος έξω απ’ τα τείχη της πόλης. Δίχως να το πολυσκεφτεί, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Γενεύη κι αρχίζει πεζός τις περιπλανήσεις του. 

Στη γειτονική Σαβοΐα, που τότε ανήκε στο βασίλειο της Σαρδηνίας με πρωτεύουσα το Τορίνο, συναντά την κυρία ντε Ουαρόνς, τον άνθρωπο που θα καθορίσει όσο κανένας τα νεανικά του χρόνια. Η κυρία ντε Ουαρόνς εργάζεται επί της ουσίας ως πράκτορας της Καθολικής Εκκλησίας με σκοπό τη μεταστροφή νεαρών προτεσταν­τών στον καθολικισμό. Ο Ρουσσώ της ζητά να μείνει μαζί της, όμως εκείνη απαιτεί απ’ αυτόν πρώτα ν’ αλλαξοπιστήσει. Πράγματι, ο Ρουσσώ πηγαίνει στο Τορίνο και μεταστρέφεται στον καθολικισμό (που σημαίνει πως αυτο­μάτως χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα στη Γενεύη). Ξαναβρίσκει την κυρία ντε Ουαρόνς στο Σαμ­περύ της Σα­βοΐας, και εφεξής ζουν μαζί, ως ανύπαντρο αντρόγυνο. Ο Ρουσσώ μαθαίνει μουσική, κι εργάζεται ευκαιριακά ως μουσικοδιδάσκαλος. Αποσύρονται σε μια εξοχική κατοικία έξω από το Σαμπερύ, στις Σαρμέτ, όπου ο Ρουσσώ αφοσιώνεται στη μελέτη της φιλοσοφίας και των επιστημών.

Αναπτύσσει ένα νέο σύστημα μουσικής σημειογρα­φίας, και το 1742 ταξιδεύει στο Παρίσι για να το υποβάλει στην κρίση της Γαλλικής Ακαδημίας. Η Ακαδημία απορρίπτει την πρότασή του, μα ο Ρουσσώ εγκαθίσταται στο Παρίσι. Γρήγορα γίνεται δεκτός στα σαλόνια της πόλης, όπου γνωρίζει τον Ντιντερό, με τον οποίο και συνδέονται με στενή φιλία. Ύστερα από ένα σύντομο, περι­πετειώδες διάστημα στη Βενετία, όπου εργάζεται ως γραμματέας του Γάλλου πρέσβη, το 1745 επιστρέφει στο Παρίσι· εκεί γνωρίζει την Τερέζ Λε Βασσέρ, με την οποία συζεί μέχρι το θάνατό του, αν και παν­τρεύονται μόλις το 1768. Θα κάνουν μαζί πέντε παιδιά, που και τα πέντε εγκαταλείπονται στο Εκθετοτροφείο του Παρισιού. 

Εργάζεται ως γραμματέας σε οικογένειες πλου­σίων του Παρισιού και, μέσω του Ντιντερό, συνδέεται με τον κύκλο των Εγκυκλοπαιδιστών και την πνευματική πρωτο­πορία της εποχής. Αναλαμβάνει και γράφει τα άρθρα περί μουσικής, και όχι μόνον, της Εγκυκλοπαίδειας των Ντιντερό και ντ’ Αλαμπέρ. Παράλληλα γράφει όπερες. Το 1749, πηγαίνοντας να επισκεφτεί τον Ντιντερό στη φυλακή, όπου κρατείται μετά τη δημοσίευση της Επιστολής για τους τυφλούς, διαβάζει τον τίτλο του διαγωνισμού που είχε προκηρύξει η Ακαδημία της Ντιζόν: Η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών συνέβαλε στη διαφθορά ή στην κάθαρση των ηθών; «Μόλις το διάβασα, αντίκρισα μπροστά μου έναν άλλο κόσμο και έγινα άλλος άνθρωπος». Στέκεται κάτω από ένα δέντρο και σε μια «έκλαμψη», που κράτησε περί­που ένα μισάωρο, αρθρώνονται οι βασικές γραμμές ολόκληρης της κατοπινής του φιλοσο­φίας. Το κείμενο που γράφει στη συνέ­χεια, Ο λόγος για τις επιστήμες και τις τέχνες, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό· η δημοσίευσή του τον επόμενο χρόνο κάνει τον Ρουσσώ διά­σημο. Στο κείμενο αυτό ο Ρουσσώ αντιμάχεται θεμελιώδεις θέσεις του ευρύτερου διαφωτιστικού προγράμματος, και κυρίως την πίστη στην ιδέα της προό­δου: η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών, λέει ο Ρουσσώ, οδηγεί στη διαφθορά κι όχι στον εξευγενισμό των ηθών· η συγγραφή βιβλίων είναι επάγγελμα της τρυφής και της πολυτέλειας, ανάλογο της χρυσοχοΐας. 

Τον επόμενο χρόνο ξεκινά η περίφημη «ανάπλαση» ή «μεταρρύθμισή» του, για την οποία μιλά συνοπτικά εδώ, στον Τρίτο περίπατο, και αναλυτικότερα στις Εξομολογήσεις. Σε μια κίνηση που αντέβαινε εμφατικά στα κρατούντα ήθη της εποχής, ο Ρουσσώ παραιτείται από γραμματέας πλου­σίων, των οποίων και απολάμβανε την προστασία, και πιάνει δουλειά ως αυτοαπασχολούμενος αντιγραφέας μουσικής, αμειβόμενος με το κομμάτι· υιο­θετεί ταπεινό ντύσιμο· πετάει το ξίφος του· και, ίσως σημαντικότερο απ’ όλα, πουλάει το ρολόι του. Αν το ρολόι υποδηλώνει ένα κοινό μέτρο με το οποίο υποχρεούν­ται άπαντες να ευθυγραμμιστούν, η απόρριψη του ρολογιού συνιστά μια στοιχειακή πράξη ανυποταξίας: «Δόξα τω Θεώ, δεν θα χρειάζεται πια να ξέρω τι ώρα είναι».  

Στο μεταξύ η όπερά του Ο μάγος του χωριού γνωρίζει επιτυχία, και μάλιστα παίζεται ενώπιον του βασιλιά. Αρνείται να λάβει την αργομισθία που του προσφέρεται, η οποία θα του εξασφάλιζε διά βίου οικονομική άνεση. Δημοσιεύει την Επιστολή για τη γαλλική μουσική, στην οποία υποστηρίζει τη συντριπτική υπεροχή της ιταλικής μουσικής σε σχέση με τη γαλλική, και δημιουργεί σκάνδαλο. Επισκέπτεται τη Γενεύη, όπου γίνεται δεκτός με τιμές, και μεταστρέφεται εκ νέου στον προτεσταντισμό. Ο Ρουσσώ υπογράφει περήφανα «Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, πολίτης της Γενεύης». Το 1755 δημοσιεύεται ο Λόγος περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, έργο εικοτολογικής ιστορικής ανθρωπολο­γίας, που δημιουργεί νέο σκάνδαλο. Σ’ αυτό θα υποστηρίξει πως η κοινωνική ζωή συνιστά διαστροφή της ανθρώπινης φύσης: ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να ζει μόνος. Ο Βολταίρος θα γράψει στον Ρουσσώ: «Έλαβα, κύριε, το νέο σας βιβλίο εναντίον του ανθρωπίνου γένους, και σας ευχαριστώ (…). Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο σας, του γεννιέται η όρεξη ν’ αρχίσει να περπατάει στα τέσσερα».  

Την επόμενη χρονιά, προκαλώντας εκ νέου τα ήθη των διανοουμένων του Παρισιού, εγκαταλείπει την πόλη, κι εγκαθίσταται με την Τερέζ στο Ερμιτάζ, ένα χωριατόσπιτο στην εξοχή του Μονμορενσύ, έξω απ’ το Παρίσι, και ύστερα από λίγο καιρό, σ’ ένα άλλο καλύβι στα ίδια μέρη. Μεταξύ 1756 και 1761 ο Ρουσσώ θα γράψει, ανάμεσα σ’ άλλα κείμενα, τη Νέα Ελοΐζα, το μυθιστόρημα με τη μεγαλύτερη επιτυχία σ’ ολόκληρο τον 18ο αιώνα· τον Αιμίλιο, εκ πρώτης όψεως έργο παιδαγωγικής, στην πραγματικότητα όμως σύνοψη της ηθικής φιλοσοφίας του και των θεολογικών του αντιλήψεων· και το Κοινωνικό συμβόλαιο, το μείζον έργο του πολιτικής φιλοσοφίας. Στο ίδιο διάστημα έρχεται σε ρήξη με τον Ντιντερό, τον ντ’ Αλαμπέρ, τον ντ’ Ολμπάκ και τους άλλους φιλοσόφους του κύκλου της Εγκυκλοπαίδειας.  

Η Νέα Ελοΐζα κυκλοφορεί το 1761· το Κοινωνικό συμβόλαιο και ο Αιμίλιος τον Μάιο του 1762. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου το Παρλαμέντο του Παρισιού εκδίδει ένταλμά σύλληψής του, και ο Ρουσσώ διαφεύγει στην Ελβετία. Δεν ήταν οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ, αλλά Η ομολογία πίστεως του Σαβοού εφημέριου, μια εν πολλοίς αυτοτελής πραγματεία περί θρησκείας, η οποία εμπεριέχεται στο 4ο βιβλίο του Αιμίλιου, που οδήγησε στη δίωξή του. Αρχικά ο Ρουσσώ επιθυμεί να επιστρέψει στη Γενεύη, όμως ενημερώνεται πως και τα δύο του βιβλία έχουν ριχτεί στην πυρά, και είναι καταζητούμενος. Ο Βολταίρος, που εκείνα τα χρόνια ζει κοντά στη Γενεύη, τον προσκαλεί να μείνει μαζί του, μα ο Ρουσσώ δεν απαντά. Ύστερα από διάφορους σταθμούς εγκαθίσταται στο Μοτιέ, ένα χωριό στην περιοχή του Νεσατέλ, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας. 

Από εκείνη την περίοδο και μετά, το έργο του Ρουσσώ αποκτά σχεδόν αμιγώς πολεμικό χαρακτήρα. Πλέον ό,τι γράφει είναι άμεση ή έμμεση απάντηση στις επιθέσεις που δέχεται, είτε για τα γραπτά του είτε για το χαρακτήρα του. Τα δημοσιεύματα εναντίον του, συνήθως ψευδώνυμα, πολλαπλασιάζονται. Το 1763 αποποιείται την ιδιότητα του πολίτη της Γενεύης. Το 1764 δημο­σιεύει τα Γράμματα από το βουνό όπου υπερασπίζεται τα προηγούμενα γραπτά του. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Βολταίρος δημοσιεύει ψευδωνύμως Το αίσθημα των πολιτών, στο οποίο αποκαλύπτει πως ο Ρουσσώ είχε εγκαταλείψει τα παιδιά του στο εκθετοτροφείο, γεγονός που οδηγεί τον Ρουσσώ στην απόφαση να γράψει τις Εξομολογήσεις του.  

Τον Σεπτέμβρη του 1765, μετά από υποκίνηση του πάστορα του χωριού, οι κάτοικοι του Μοτιέ επιτίθενται με πέτρες στο σπίτι του Ρουσσώ, ο οποίος αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στη Νήσο του Αγίου Πέτρου, ένα σχεδόν ακατοίκητο νησάκι στη μέση της λίμνης Μπιεν στην Ελβετία (βλ. εδώ, τον Πέμπτο περίπατο). Παρά τα αιτήματά του προς τις αρχές της Βέρνης, στην οποία ανήκει το νησί, να μείνει εκεί εξόριστος διά βίου, εκδιώ­κεται εκ νέου. Ύστερα από ολιγόμηνη περιπλάνηση και μια σύν­τομη στάση στο Παρίσι, όπου γίνεται δεκτός περί­που σαν ήρωας, τον Γενάρη του 1766 μεταβαίνει στην Αγγλία, προσκεκλημένος του Σκωτσέζου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος και τον συνοδεύει στο ταξίδι. 

Στην Αγγλία συντάσσει το πρώτο μέρος των Εξομολογήσεών του, έργου που θα δημοσιευτεί μετά το θάνατό του. Στο έργο αυτό, λέει: 

Αναλαμβάνω κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν, ούτε και πρόκειται να βρει στο μέλλον μιμητές. Θέλω να δείξω στους συνανθρώπους μου έναν άνθρωπο σε όλη τη φυσική του αλήθεια· και ο άνθρωπος αυτός θα είμαι εγώ (…) Όποτε κι αν ηχήσει η σάλπιγγα της κρίσεως, εγώ θα έρθω με το βιβλίο αυτό στο χέρι. Θα παρουσιαστώ ενώπιον του ανώτατου κριτή και θα πω με παρρησία: «Ιδού τι έπραξα, τι σκέφτηκα, τι υπήρξα (…) Ύψιστε, κάλεσε γύρω μου το αμέτρητο πλήθος των συνανθρώπων μου· να ακούσουν τις εξομολογήσεις μου, να φρίξουν με τις ατι­μίες μου, να ντραπούν με τα βάσανά μου. Και ο καθένας στη σειρά να ξεσκεπάσει την ψυχή του ενώπιον του θρόνου σου με την ίδια ειλικρίνεια· και ας βρεθεί έστω κι ένας που να μπορέσει να πει: Εγώ ήμουν καλύτερος απ’ αυτόν».

Σύντομα θα ’ρθεί σε ρήξη με τον Χιουμ, και τον Μάιο του 1767 επιστρέφει εν κρυπτώ στη Γαλλία, όπου ζει με ψεύτικο όνομα, περιπλανώμενος σε διάφορες πόλεις της επαρχίας. Είναι πλέον πεπεισμένος για την ύπαρξη μιας οικουμενικής συνωμοσίας εναντίον του, στην οποία συμμετέχουν όλοι οι διανοούμενοι —με προεξάρχοντες τους παλιούς του φίλους— κι όλοι οι άνθρωποι με εξουσία. Εγκαθίσταται σ’ ένα κτήμα μεταξύ Λυών και Γκρενόμπλ κι ολοκληρώνει το δεύτερο μέρος των Εξομολογήσεων

Το 1770 επιστρέφει στο Παρίσι, ανώδυνα. Ανακτά το κανονικό του όνομα, και ξαναπιάνει δουλειά ως αντιγραφέας μουσικής. Οργανώνει δημόσιες αναγνώσεις των Εξομολογήσεων, αλλά σύντομα η αστυνομία τού απαγορεύει να διαβάζει το δεύτερο μέρος του έργου. Απ’ το 1772 μέχρι το 1776 γράφει τους Διαλόγους του. Αν στις Εξομολογήσεις στόχος του Ρουσσώ είναι να παρουσιάσει τον εαυτό του σ’ όλη του την αλήθεια, χωρίς εξωραϊσμούς, η στόχευση των Διαλόγων, βιβλίου που συνήθως προσπερνιέται μ’ ευκολία ως γέννημα των εφιαλτών ενός παρανοϊ­κού, είναι ρητά απολογητική: πρόθεση είναι να δικαιωθεί ο Ρουσσώ και να διαψευσθούν οι διώκτες του. 

Με τους Ρεμβασμούς του μοναχικού περιπατητή, αντίθετα, έργο που αρχίζει να το γράφει λίγους μήνες μετά την αποτυχημένη απόπειρα να εναποθέσει τους Διαλόγους στην αγία τράπεζα της Παναγίας των Παρισίων, ξεκινά κάτι καινούργιο.

...


8.


Ο Ρουσσώ πέθανε τον Ιούλιο του 1778 στην Ερμενονβίλ, 50 χιλιόμετρα έξω απ’ το Παρίσι, στο σπίτι όπου τον φιλοξενούσε τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο φίλος του κόμης ντε Ζιραρντέν. Θάφτηκε εκεί, σ’ ένα μικρό νησάκι, στη μέση μιας λίμνης. Ο τάφος του γρήγορα μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι ­­—στους οποίους απευθυνόταν σ’ εκείνο το φυλλάδιο που μοίραζε στους άγνωστους διαβάτες τη χρονιά που ξεκίνησε να γράφει τους Ρεμβασμούς— επαναστάτησαν, και αναγόρευσαν τον Ρουσσώ προφήτη τους. Τον Οκτώβριο του 1794 αποφάσισαν να μεταφέρουν τα οστά του στο Πάνθεον του Παρισιού: 

Εκείνη την αλησμόνητη μέρα μια ορχήστρα έπαιζε αποσπάσματα από την όπερα Ο μάγος του χωριού· το δρύινο φέρετρο, με τριπλή μολύβδινη επένδυση κι ένα επιπρόσθετο εξωτερικό μολύβδινο περίβλημα, ξεθάφτηκε και μετα­φέρθηκε στο Παρίσι σε μια μεγαλειώδη νεκρώσιμη πομπή. Σ’ όλα τα χωριά κατά μήκος της διαδρομής, ο λαός είχε βγει στους δρόμους και φώναζε «Ζήτω η Αβασίλευτη! Ζήτω η μνήμη του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ!». Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου η πομπή έφτασε στις Τυι­λερί, όπου την υποδέχτηκε ένα τεράστιο πλήθος μ’ αναμμένους πυρσούς. Το φέρετρο, που βρισκόταν μέσα σ’ ένα ξύλινο πλαίσιο με τα σύμβολα της Επανάστασης ζωγραφισμένα πάνω του, τοποθετήθηκε πάνω σε μια βάση με ιτιές τριγύρω της σε ημικυκλική διάταξη. Το κύριο μέρος της τελετής έλαβε χώρα το επόμενο πρωί, όταν η νεκρώσιμη πομπή συνέ­χισε την πορεία της μέχρι το Πάνθεον, με επικεφαλής έναν πλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος κρατούσε την αστερόεσσα, και δύο ακόμα σημαιο­φόρους που ακολουθούσαν, με την tricolore και το λάβαρο της Αβασίλευτης Πολιτείας της Γενεύης.

 Η Ομολογία πίστεως του Σαβοού εφημέριου, για την οποία ο Ρουσσώ είχε διωχθεί τη δεκαετία του 1760, έγινε λίγο-πολύ το ευαγγέλιο της επαναστατημένης Γαλλίας, ενώ το Κοινωνικό συμβόλαιο έγινε περίπου το σύνταγμά της, ιδίως κατά την ιακωβινική περίοδο. Η ριζοσπαστική κριτική του στην ανισότητα δεν έπαψε ν’ ασκεί επίδραση τόσο στη σοσια­λιστική όσο και στη φιλε­λεύθερη παράδοση: «Το ανθρώπινο γένος το απαρτίζει ο λαός· ό,τι δεν είναι λαός είναι κάτι τόσο μηδαμινό που δεν αξίζει καν τον κόπο να το λογαριάζουμε». Στη Γερμανία, τρία χρόνια μετά το θάνατο του Ρουσσώ, ο Καντ δημοσιεύει την Κριτική του καθαρού Λόγου· για τον Καντ ο Ρουσσώ στέκει στο ίδιο επίπεδο με τον Νεύτωνα: όπως ο Νεύτωνας αποκάλυψε την κρυμμένη τάξη του ουρανού, έτσι ο Ρουσσώ αποκάλυψε την κρυμμένη φύση του ανθρώπου. Για τον γερμανικό ρομαντισμό, ο Ρουσσώ είναι κάτι παραπάνω από πρόδρομος: είναι ο φάρος που καθοδηγεί. Ο Χαίλντερλιν βλέπει τον Ρουσσώ σαν ημίθεο, και παραπέμπει σε τουλάχιστον τέσσερα ποιήματά του στον Πέμπτο περίπατο, με τον Ρουσσώ να ρεμβάζει ξαπλωμένος πάνω στη βάρκα, στη Νήσο του Αγίου Πέτρου. Ανάλογη είναι και η επίδρασή του στον αγγλικό ρομαν­τισμό: ο Ουόρντσουορθ μάλιστα θ’ ακολουθήσει τα βήματα του Ρουσσώ στον ελβετικό του παράδεισο. Για τον Κάρλαϋλ o Ρουσσώ ήταν «ο προφήτης του καιρού του»: ήταν ήρωας, γιατί ήταν ειλικρινής — «μέσα σ’ αυτόν τον άνδρα αναδύθηκε η ανεκρίζωτη αίσθηση και γνώση πως τούτη εδώ η ζωή μας είναι αληθινή». Στη Ρωσία, ο Τολστόι, αντί για σταυρουδάκι, φορά ένα μενταγιόν με το πορτραίτο του Ρουσσώ, ενώ ο Ντοστογιέφ­σκι γράφει το Υπόγειό του σαν μιαν απάντηση στους Ρεμβασμούς, με τους οποίους ο Ρουσσώ κατά τα άλλα εγκαινιάζει ένα νέο γραμματολογικό είδος: την αυτο­βιογραφία τη ρητά βασισμένη στον ελεύθερο συνειρμό.

Ο Ρουσσώ αξιώνει πως ένα κείμενο είναι αξεχώριστο από τον συγγραφέα του. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το έργο του Ρουσσώ θα είναι αντίστοιχα αντιφατικό όσο ήταν κι ο δημιουργός αυτού του έργου. Γιατί ο Ρουσσώ υπήρξε ένα πνεύμα εκτυφλωτικά αντινομικό: ζητά να απαγορευθούν τα δημόσια θεάματα, την ώρα που ο ίδιος συνθέτει όπερες· θεωρεί τη μυθιστοριο­γραφία είδος όχι απλώς ευτελές αλλά κοινωνικά επικίνδυνο, και ο ίδιος γράφει μυθιστορήματα· περηφανεύεται που είναι πολίτης της Γενεύης και όχι υπήκοος κάποιου βασιλιά, αλλά ζει μακριά απ’ την πόλη του, δίχως να αναλάβει ποτέ κανέ­να απ’ τα καθήκοντα του πολίτη· εξηγεί με πάθος πώς ο άνθρωπος βρίσκει την ολοκλήρωσή του μόνο στο πλαίσιο του γάμου, αλλά ζει σχεδόν όλη του τη ζωή με ελεύθερους έρωτες· υπερασπίζεται μια αντικειμενική τάξη του κόσμου, με εγγυητή όχι απλώς τη φύση μα τον θεό τον ίδιο, αλλά δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο κριτήριο για το αληθές και το ψευδές, για το καλό και το κακό, παρά μόνο το υποκειμενικό του «αίσθημα» ή «ένστικτο», την «καρδιά» ή τη «συνείδησή» του· οι άνθρωποι έχουν απαράβατα καθή­κοντα, αλλά για εκείνον ισχύει το εξής: «Όταν πρέπει να κάνω κάτι που αντίκειται στο θέλημά μου, δεν το κάνω, ό,τι και να γίνει»· ζει στο κέν­τρο του Παρισιού, με μια γυναίκα που αφιέρωσε σ’ αυτόν όλη της τη ζωή, δοξαζόμενος απ’ τους συγκαιρινούς του, πιθανότατα ο διασημότερος άνθρωπος της εποχής του, κι όμως δηλώνει χωρίς ενδοιασμούς ότι είναι «μόνος επάνω στη γη»· υμνεί την ανυποταξία, την παιδικότητα, την ελευθερία, κι όμως στα γραπτά του εκδηλώνεται ενίοτε ο πιο αμείλικτος αυταρχισμός. Ο Ρουσσώ είναι σημερινός μας, γιατί εξέφρασε μ’ όλη τη δύναμή του ένα αίσθημα αυθεν­τικά αντινομικό κι αυθεντικά δικό μας: το σημαν­τικότερο πράγμα σ’ όλο τον κόσμο είμαι εγώ.


ΕΒΔΟΜΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Anémone des bois. Herbier de Jean-Jacques Rousseau à 
Mlle. Julie Broy-de-la-Tour , 1772.

Ήμουν μεγάλος σε ηλικία όταν πρωτοήρθα σ’ επαφή με τη βοτανική, στην Ελβετία, χάρη στον δρα ντ’ Ιβερνουά. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου μάζευα όλος κέφι φυτά, με αποτέλεσμα στο τέλος ν’ αποκομίσω μια σχετικά ικανοποιητική γνώση του φυτικού βασι­λείου. Όταν όμως έκλεισα τα εξήντα κι εγκαταστάθηκα στο Παρίσι, οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν και δεν μπορούσα πια να βγαίνω για μεγάλες βοτανολογικές εξορμήσεις. Είχα αφιερωθεί στην αντιγραφή μουσικής, και δεν είχα ανάγ­κη από άλλη απασχόληση, οπότε εγκατέλειψα τη βοτανική, που πλέον δεν μου ήταν απαραίτητη. Πούλησα το φυτολόγιό μου, πούλησα τα βιβλία μου, αρκούμενος στο να ξανα­βλέπω πότε-πότε τα συνηθισμένα φυτά που συναν­τούσα στους περιπάτους μου γύρω απ’ το Παρίσι. Κατά τη διάρ­κεια αυτού του μεσοδια­στήματος, ξέχασα και τα λίγα που ήξερα, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο χρειάστηκε για να τα μάθω. 


Dactylis glomerata. Herbier de Jean-Jacques Rousseau à 
Mlle. Julie Broy-de-la-Tour , 1772.

 

Ξαφνικά, όταν είχα πια κλείσει τα εξηνταπέντε μου χρόνια, έχοντας χάσει και τη λίγη μνήμη που μου είχε απομείνει, μα και τις δυνάμεις που χρειάζονταν για να μπορώ να τρέχω στην εξοχή, χωρίς οδηγό, χωρίς βιβλία, χωρίς κήπο, χωρίς φυτολόγιο, με ξανακατέλαβε η ίδια τρέλα, αλλά με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο απ’ ό,τι την πρώτη φορά. Και νά με λοιπόν, αφοσιωμένος στα σοβαρά στο σοφότατο σχέδιο ν’ αποστηθίσω ολόκληρο το Regnum vegetabile του Μούρραιυ και να μάθω όλα τα γνωστά φυτά πάνω στη γη. Μιας και δεν είχα τη δυνατότητα να ξαναγοράσω τα βιβλία βοτανικής, αναγ­κάστηκα ν᾽ αντιγράψω τα βιβλία που μου δάνεισαν. Έχω αποφασίσει να ξαναφτιάξω ένα φυτολόγιο πιο πλούσιο από το πρώτο. Κι όσο περιμένω να περιλάβω σ’ αυτό όλα τα φυτά της θάλασσας και των Άλπεων, όλα τα δέν­τρα των Ινδιών, ξεκινώ με τα πιο απλά: με την αναγαλλίδα, το μυρώνι, το μποράγκο, τον μαρτιάκο. Μαζεύω με προσοχή φυτά στο κλουβί για τα πουλιά μου, κι όταν συναντώ κάποιο καινούργιο φυτό, λέω μέσα μου με ικανοποίηση: Νά άλλο ένα χορταράκι.   


Béride amère. Herbier de Jean-Jacques Rousseau à 
Mlle. Julie Broy-de-la-Tour , 1772.
 

Ήμουν μεγάλος σε ηλικία όταν πρωτοήρθα σ’ επαφή με τη βοτανική, στην Ελβετία, χάρη στον δρα ντ’ Ιβερνουά. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου μάζευα όλος κέφι φυτά, με αποτέλεσμα στο τέλος ν’ αποκομίσω μια σχετικά ικανοποιητική γνώση του φυτικού βασι­λείου. Όταν όμως έκλεισα τα εξήντα κι εγκαταστάθηκα στο Παρίσι, οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν και δεν μπορούσα πια να βγαίνω για μεγάλες βοτανολογικές εξορμήσεις. Είχα αφιερωθεί στην αντιγραφή μουσικής, και δεν είχα ανάγ­κη από άλλη απασχόληση, οπότε εγκατέλειψα τη βοτανική, που πλέον δεν μου ήταν απαραίτητη. Πούλησα το φυτολόγιό μου, πούλησα τα βιβλία μου, αρκούμενος στο να ξανα­βλέπω πότε-πότε τα συνηθισμένα φυτά που συναν­τούσα στους περιπάτους μου γύρω απ’ το Παρίσι. Κατά τη διάρ­κεια αυτού του μεσοδια­στήματος, ξέχασα και τα λίγα που ήξερα, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο χρειάστηκε για να τα μάθω. 

Béride amère. Herbier de Jean-Jacques Rousseau à 
Mlle. Julie Broy-de-la-Tour , 1772.

 

Ναι, είναι ολοφάνερο: η λογική μού επιτρέπει, με προσ­τάζει μάλιστα, να παραδοθώ σε κάθε παρόρμηση που με ελκύει και που τίποτα δεν μ’ εμποδίζει να την ακολουθήσω. Δεν μου εξηγεί, όμως, για ποιο λόγο με ελ­κύει η συγκεκριμένη παρόρμηση, τι ελκυστικό μπορεί να βρίσκω σε μια ανώφελη μελέτη απ’ την οποία δεν έχω τίποτα να κερδίσω, απ’ την οποία δεν προσδοκώ καμία βελτίω­ση, και που με ξαναγυρίζει σήμερα, γέρο, βραδύνου, ήδη ετοιμόρροπο και βαρύ, χωρίς καμιά ευχέρεια, χωρίς μνημονικό, στις ασχολίες της νιότης και στα μαθήματα ενός άγουρου παιδιού. Έχουμε εδώ μια παραδοξότητα την οποία θα ήθελα να εξηγήσω στον εαυτό μου· και μου φαίνεται πως, αν καταφέρω να τη διαλευκάνω, η αυτογνωσία μου, στην οποία έχω αφιερώσει τον ελεύθερό μου χρόνο τον τελευταίο καιρό, θα φωτιστεί μ’ έναν καινούργιο τρόπο. 

(...)


ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, κλείνουν ακριβώς πενήν­τα χρόνια από τη μέρα που πρωτογνώρισα την κυρία ντε Ουαρόνς. Εκείνη ήταν τότε εικοσιοχτώ χρονών, καθώς είχε γεννηθεί στο γύρισμα του αιώνα. Εγώ δεν ήμουν ούτε δεκαεφτά. Παρό­λο που ο ίδιος ακόμα το αγνοούσα, είχα αρχίσει να γίνομαι άνδρας, κι αυτό έδινε μια πρωτόγνωρη θέρμη στην καρδιά μου, η οποία από φυσικού της ήταν γεμάτη ζωή. Αν δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η γυναίκα αυτή αισθάνθηκε συμπάθεια για έναν ζωηρό, αν και ευγενικό και μετρημένο, νεαρό, αρκετά ευχάριστο στην όψη, ακόμη λιγότερη έκπληξη προκαλεί το ότι μια γυναίκα γοητευτική, γεμάτη πνεύμα και χάρη, γέννησε μέσα μου, όχι απλώς ευγνωμοσύνη, αλλά κι αισθήματα πιο τρυφερά, που δεν μπορούσα να τα διαχωρίσω απ’ την ευγνωμοσύνη μου. Αυτό που είναι λιγότερο συνη­θισμένο είναι πως εκείνη η πρώτη στιγμή έκρινε τη ζωή μου ολόκληρη, καθορίζοντας μέσω μιας άτεγκτης αλληλουχίας γεγονότων το πεπρωμένο μου για το υπόλοιπο του βίου μου. Η σωματική μου ανάπτυξη δεν είχε ακόμα επιτρέψει στην ψυχή μου ν’ αναπτύξει τις ανώτερες ικανότητές της, κι έτσι αυτή δεν είχε ακόμα αποκτήσει σαφώς οριοθετημένη μορφή. Περί­μενε με μια κάποια ανυπομονησία τη στιγμή εκείνη που θα την καθό­ριζε και θα την σχημάτιζε· αλλά η στιγμή αυτή, την οποία η εν λόγω συνάν­τηση επέσπευσε, δεν ήρθε αμέσως. Χάρη στα ανεπιτήδευτα ήθη που μου είχε προσφέρει η αγωγή μου συνέχισα για πολύ καιρό να ζω σ’ εκείνη τη γλυκιά μα φευγαλέα κατά­σταση όπου ο έρωτας κι η αθωότητα συγ­κατοικούν μέσα στην ίδια καρδιά. Η κυρία ντε Ουαρόνς με απομάκρυνε από κοντά της. Τα πάντα με καλούσαν να γυρίσω πίσω σ’ αυτήν — έπρεπε να επιστρέψω. Αυτή η επιστροφή καθόρισε το πεπρωμένο μου, και για πολύ καιρό προτού την κάνω δική μου ζούσα μονάχα γι’ αυτήν και υπήρχα μόνο μέσα σε αυτήν. Αχ! Να ήμουν αρκετός για την καρδιά της όπως ήταν αυτή αρκετή για τη δική μου! Πόσο γαλήνιες και χαρούμενες μέρες θα είχαμε ζήσει μαζί! Περάσαμε κάποιες τέτοιες μέρες· μα πόσο σύν­τομες και φευγαλέες ήταν! Και τι μοίρα τις ακολούθησε! Δεν υπάρχει μέρα που να μην αναθυμηθώ με χαρά και με συγκίνηση εκείνη την ανεπανάληπτη και σύντομη περίο­δο της ζωής μου όπου ήμουν ο εαυτός μου, ολόκληρος ο εαυτός μου, απρόσμικτος κι ανεμ­πόδιστος, κι όπου μπορούσα να πω αληθινά ότι έζησα. Μπορώ να δηλώσω περί­που το ίδιο πράγμα μ’ εκείνο τον έπαρχο των πραιτωρίων ο οποίος, αφού καθαιρέθηκε επί Βεσπασιανού, πήγε να τελειώσει ειρηνικά τη ζωή του στην εξοχή: ­«Πέρασα εβδομήντα χρόνια πάνω στη γη, κι απ’ αυτά έζησα μονάχα τα εφτά».

[Περιήγηση στις Σαρμέτ, έξω από το Σαμπερύ της Σαβοΐας, όπου έζησε ο Ρουσσώ με την κυρία Ουαρόνς από το 1736 μέχρι το 1740]

ΖΑΝ-ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ

ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗ   

Τίτλος πρωτοτύπου: Rêveries du promeneur solitaire 

Μετάφραση-εισαγωγή: Θάνος Σαμαρτζής 

Διορθώσεις: Νίκος Κουμπιάς, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Δέσποινα Κανελλοπούλου & Μαριλένα Καραμολέγκου 

Χαρακτικό εξωφύλλου: Βασίλης Γεωργίου 

251 σελ.  

18 €  

Σειρά: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ | 4 

ISBN: 978−618−5598−34−1

Your Dynamic Snippet will be displayed here... This message is displayed because you did not provided both a filter and a template to use.