Αν Πάτσετ
Τομ Λέικ
«Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσω την απλή αλήθεια της ζωής: ότι μεγάλο μέρος της το ξεχνάς. Όλα τα επώδυνα, αυτά που κάποτε ήσουν βέβαιη ότι δεν θα κατάφερνες ποτέ να τα ξεχάσεις, δεν θυμάσαι πια ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν. Αλλά και οι πιο συναρπαστικές περιστάσεις, οι πιο συγκλονιστικές χαρές, κι αυτές διαλύονται και σκορπίζονται και γίνονται μέσα σου κάτι άλλο. Κι ύστερα οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από άλλες χαρές και μεγαλύτερες λύπες και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, κι αυτές με τη σειρά τους παραγκωνίζονται, ώσπου ένα πρωί βρίσκεσαι να μαζεύεις κεράσια με τις τρεις ενήλικες κόρες σου, ενώ ο άντρας σου περνάει από δίπλα σας με το φορτηγάκι του, κι εσύ είσαι απολύτως σίγουρη πως έχεις όλα όσα ήθελες ποτέ απ’ τη ζωή σου».
Για να περάσει η ώρα καθώς μαζεύουν κεράσια στο κτήμα, οι κόρες της Λάρα ζητούν απ’ τη μητέρα τους να τους μιλήσει για τα νεανικά της χρόνια, τότε που ήταν ηθοποιός στο θίασο Τομ Λέικ. Θέλουν να μάθουν για το καλοκαιρινό της ειδύλλιο με τον διάσημο Πήτερ Ντιουκ.
Είναι αλήθεια ότι η Λάρα μπορούσε να κάνει καριέρα στο Χόλλυγουντ; Είναι αλήθεια ότι απέρριψε προτάσεις να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες; Μα γιατί; Πώς γίνεται να μη μετανιώνει για τις ευκαιρίες που χαράμισε, για τη ζωή που δεν έζησε; Λέει αλήθεια όταν δηλώνει ευγνωμοσύνη για τη ζωή που της δόθηκε, σ’ εκείνο το κτήμα, μ’ αυτά τα κορίτσια, με τούτο τον σύζυγο, να μαζεύει κεράσια;
«Μονάχα ένας κυνικός θα αντιστεκόταν στον πειρασμό να ξαπλώσει σε μια απαλή κουβέρτα και να θαυμάσει μαγεμένος το λαμπυρίζον σύμπαν της Πάτσετ».
The New York Times
«Η Πάτσετ δεν υμνεί απλώς τα μικρά γεγονότα της ζωής μας. Υμνεί τις ίδιες τις “μικρές” ζωές».
Financial Times
«Πιθανότατα το ανώτερο μυθιστόρημα της Αν Πάτσετ μέχρι σήμερα».
The Boston Globe
«H Αν Πάτσετ ξέρει ακριβώς τι κάνει. Ξέρει τι να πει και τι ν’ αποσιωπήσει».
The Guardian
«Η Αν Πάτσετ είναι συγγραφέας απέραντης τρυφερότητας».
The Wall Street Journal
«Το Τομ Λέικ μιλά για την αγάπη σε όλες τις μορφές της. Μιλά επίσης για το θάνατο και για το εφήμερο και για το πώς όλα περνάνε τόσο γρήγορα. Είναι ένα τραγούδι λυπητερό, αλλά και μια υπόσχεση πως η μαγεία θα υπάρξει, ό,τι κι αν γίνει».
Los Angeles Review of Books
«Η εποχική ομορφιά των οπωροφόρων υπενθυμίζει την εφήμερη γλύκα της νιότης, του έρωτα, της φήμης».
The New Yorker
«Τον Μάιο του 2022 βρισκόμουν με τον άντρα μου στο Παρίσι. Eκείνο τον καιρό έγραφα το Τομ Λέικ, ήμουν στα μισά του βιβλίου, κι είχα πάει στην Γαλλία για να δώσω μια ομιλία στην Αμερικανική Βιβλιοθήκη. Επισκεφθήκαμε το Musée de l'Orangerie για να δούμε από κοντά τον πίνακα "Νούφαρα" του Μονέ. Καθώς βγαίναμε, έστριψα σε μια γωνία και, νά σου, εκεί μπροστά μου, ο πίνακας του Γκουστάβ Καϊμπότ, "Παρτέρι με μαργαρίτες", τον οποίο ζωγράφιζε την περίοδο 1892–1893. Είναι ένα μεγάλο διακοσμητικό έργο, περίπου 20 μέτρα ύψος και 12 σχεδόν μέτρα πλάτος. Το άδειο κομμάτι στο κάτω μέρος του πίνακα (στο εξώφυλλο του Τομ Λέικ ο πίνακας είναι αναποδογυρισμένος) παρέμεινε αζωγράφιστο γιατί μπροστά του επρόκειτο να τοποθετηθεί ένα μπαούλο. Για ποιο λόγο να μπει στον κόπο να ζωγραφίσει τις μαργαρίτες εφόσον εκείνο το κομμάτι δεν θα φαινόταν;
Με το που αντίκρισα τον πίνακα είπα στον Καρλ: "Αυτό είναι το εξώφυλλο του βιβλίου που γράφω". Έτρεξα στο πωλητήριο του μουσείου κι αγόρασα πολλές διαφορετικές κάρτες με τον πίνακα ως εικαστικό. Ταχυδρόμησα μία στον επιμελητή μου και μία στο σχεδιαστή εξωφύλλων του εκδοτικού οίκου (Harper) και τους είπα πως το βιβλίο δεν είχε τελειώσει ακόμα αλλά αυτό θα ήταν το εξώφυλλό του. Δεν θα σας εξηγήσω το γιατί. Ελπίζω πως, όταν διαβάσετε το βιβλίο, ο λόγος θα είναι προφανής. Τον πίνακα αυτό τον λατρεύω, και χαίρομαι να τον βλέπω ξανά και ξανά και ξανά πάνω στις ντάνες των βιβλίων. Δεν νομίζω πως θα βαρεθώ ποτέ να τον κοιτάζω (και, πιστέψτε με, όταν υπογράφεις τόσο πολλά αντίτυπα ενός βιβλίου, αυτό μετράει).
Πολλοί με ρωτάνε αν ο Νόα Σάτερστρομ που ζωγράφισε το εξώφυλλο του Ολλανδέζικου Σπιτιού ζωγράφισε κι αυτόν τον πίνακα. Όχι, δεν τον ζωγράφισε εκείνος, αλλά είμαι σίγουρη πως θα μπορούσε».
Στη φωτογραφία, η Αν Πάτσετ, μέσα στο βιβλιοπωλείο της «Παρνασσός» (Parnassus Books) στο Νάσβιλ. Τόσο η φωτογραφία όσο και το μεταφρασμένο απόσπασμα είναι από τον λογαριασμού του βιβλιοπωλείου στο instagram @parnassusbooks.
«Δεν είναι ότι δεν έχω συναίσθηση των τωρινών και των μελλοντικών δεινών του κόσμου, απλώς ξέρω ότι αυτά τα δεινά συνυπάρχουν με το μουσκεμένο χορτάρι και τον ολόλαμπρο ουρανό που μόλις έχει πλυθεί από τη βροχή. Η ομορφιά και η οδύνη είναι εξίσου αληθινές. Αυτό μού το δίδαξε η Μικρή μας πόλη. Είχα απομνημονεύσει τα διδάγματά της πολύ πριν καταλάβω τη σημασία τους. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τότε που έπαψα να την υποδύομαι, η Έμιλυ παραμένει εδώ. Όλο το Γκρόβερς Κόρνερς είναι ακόμα μέσα μου».
Αν Πάτσετ, Τομ Λέικ, σελ.: 338, μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο Η μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάιλντερ. Το βίντεο είναι από την τηλεοπτική μεταφορά της παράστασης που παίχτηκε το 2002 στο Μπρόντγουεϊ σε παραγωγή του Westport Country Playhouse. Για το ρόλο του Διευθυντή σκηνής, ο Πωλ Νιούμαν κέρδισε το βραβείο Έμμυ και τo βραβείο του Σωματείου Αμερικανών Ηθοποιών (SAG).
«Μπορεί να ακούσατε τα νέα ότι τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία πέθαναν, ότι τα βιβλία πέθαναν, ότι ίσως ακόμα και η ανάγνωση πέθανε ―σ’ όλα αυτά απαντάω, κάθισε φίλε μου. Έχω μια ιστορία να σου διηγηθώ». Έτσι γράφει η Αν Πάτσετ στην αρχή του δοκιμίου της με τίτλο «Το βιβλιοπωλείο αντεπιτίθεται».
Η Αν Πάτσετ άνοιξε το ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο Parnassus (Παρνασσός) στο Νάσβιλ του Τενεσί το Νοέμβριο του 2011. Στην ελληνική μυθολογία, γράφει η Πάτσετ, το όρος Παρνασσός είναι το σπίτι της λογοτεχνίας, της μάθησης και της μουσικής. «Είμαστε ο Παρνασσός του Νάσβιλ, προσφέρουμε καταφύγιο στους ντόπιους όλων των ηλικιών που μοιράζονται μαζί μας την αγάπη για το γραπτό λόγο». Άλλωστε, στο Νάσβιλ έχει κατασκευαστεί ένα αντίγραφο του Παρθενώνα, ενώ και η ίδια η πόλη αποκαλείται και Αθήνα του Νότου.
Η Πάτσετ περιγράφει ότι αποφάσισε να ανοίξει το βιβλιοπωλείο όταν τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία της πόλης έκλεισαν το ένα μετά το άλλο και τα μόνα που απέμειναν ήταν κάποιες αλυσίδες στα προάστια. Η Πάτσετ σκεφτόταν όλα αυτά τα βιβλιοπωλεία στα οποία σύχναζε και τα οποία επισκεπτόταν για να συζητήσει και να αγοράσει τα βιβλία της.
«Πώς συνέβη αυτό; Μας παραπλάνησαν τα ψηφιακά βιβλία; Μας παρέσυρε το τραγούδι της σειρήνας του Amazon και οι χαμηλότερες τιμές του; Σταθήκαμε απερίσκεπτοι. Αποτύχαμε να υποστηρίξουμε αυτά ακριβώς τα μέρη που είχαν φιλοξενήσει τα παιδιά μας τις ώρες που διάβαζαν ιστορίες και παραμύθια. Τα μέρη που φιλοξενούσαν τους συγγραφείς που έκαναν περιοδεία και που διοργάνωναν θερινές αναγνώσεις».
Όταν η Πάτσετ ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ανοίξει βιβλιοπωλείο στο Νάσβιλ, μαζί με τις Karen Hayes και Mary Grey James, ετοιμαζόταν να ξεκινήσει περιοδεία στην Αγγλία για το βιβλίο της «Ποταμός των θαυμάτων». Εκμεταλλεύτηκε την περιοδεία για να συνομιλήσει με βιβλιοπώλες και θαμώνες και να κάνει όσες περισσότερες ερωτήσεις μπορούσε. Η καλύτερη συμβουλή που της έδωσαν ήταν να τοποθετήσει το παιδικό τμήμα στο βάθος του βιβλιοπωλείου, ώστε αν τα παιδιά πάνε να το σκάσουν, οι γονείς να έχουν μπόλικο χρόνο να τρέξουν και να τα προλάβουν πριν φτάσουν στην πόρτα της εξόδου. Όταν την ρώτησαν για την μεγάλη επένδυση που έκανε, απάντησε: «Το βλέπω σαν ένα δώρο στην πόλη. Αυτό θέλω να δω στο Νάσβιλ, και αν όντως θέλω να ζω σε μια πόλη στην οποία θα υπάρχει βιβλιοπωλείο, τότε είμαι διατεθειμένη να πληρώσω γι’ αυτό».
Στην περιοδεία της όλοι ήθελαν να μιλήσουν για το ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο. Την καλούσαν δημοσιογράφοι και της έλεγαν ότι δεν μπορεί να μην έχει καταλάβει ότι τα βιβλιοπωλεία έχουν τελειώσει. Όμως και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έκαναν ό,τι είχε κάνει η Πάτσετ. Θυμούνταν τα αγαπημένα τους βιβλιοπωλεία και ήταν σκεπτικοί. Στο τέλος, λέει η Πάτσετ, κατάλαβε αυτό που ξέρουν όλοι στο χώρο της μόδας. Τάση είναι ό,τι αποκαλείς εσύ τάση. Έτσι πλέον απαντούσε σε όλους: «Δεν το ξέρετε; Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία επιστρέφουν. Είναι η νέα τάση».
Στο βιβλιοπωλείο «Παρνασσός» η Πάτσετ υπογράφει αντίτυπα, φτιάχνει κάρτες και παραγγελίες, συναντάει πελάτες και ανθρώπους που έρχονται απ’ όλη την Αμερική για να ψωνίσουν βιβλία, να την γνωρίσουν ή να δουν το ίδιο το βιβλιοπωλείο. Κάνει επίσης βίντεο στο TikTok με προτάσεις παλιότερων ή ξεχασμένων βιβλίων που αγαπάει.
Η Πάτσετ συνειδητοποίησε ότι «τώρα που μπορούμε να παραγγείλουμε οποιοδήποτε βιβλίο οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να χρειαστεί να αφήσουμε την οθόνη που έχουμε μπροστά μας, καταλάβαμε τι ήταν αυτό που είχαμε χάσει: την κοινότητα, την ανθρώπινη αλληλεπίδραση, την πρόταση ενός έξυπνου αναγνώστη και όχι ενός αλγόριθμου, που μας λέει τι ψώνισαν οι άλλοι αγοραστές». Έγραψε μάλιστα και ένα άρθρο στους New York Times, στο οποίο προτείνει ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία σε διάφορες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα μικρά βιβλιοπωλεία θα ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους, λέει η Πάτσετ. «Φτιάξτε τα και ο κόσμος θα έρθει».
Πηγές:
The Literary Hub - The bookstore fights back
Npr - Author Ann Patchett Opens Own Indie Bookstore
«Αυτό που πρέπει να θυμάσαι είναι πως όλα είναι κανονισμένα» μου είπε στο τραπεζάκι μας στη γωνία του θεοσκότεινου μπαρ. Τον έλεγαν Τσάρλι. Γκρι κοστούμι, άσπρο πουκάμισο, χωρίς γραβάτα. Θυμήθηκα το κοστούμι που φορούσε στην οντισιόν. Είχε καλό ράφτη. Από το μανίκι του σακακιού του ξεπρόβαλλε έναν πόντο η μανσέτα του πουκαμίσου του. «Λένε πως θέλουν κάποιον καινούργιο, αλλά εσύ παραείσαι καινούργια. Αν είχε βγει η ταινία στις αίθουσες, θα σε παίρνανε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Παρεμπιπτόντως, ο Ρίπλεϋ λέει πως είσαι καταπληκτική στην ταινία. Αλλά κι εμάς στην οντισιόν μάς φάνηκες καταπληκτική».
Τόση ώρα ετοίμαζα νοερά το λογύδριο με το οποίο θ’ αποδεχόμουν το ρόλο, εκφράζοντας τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη μου, μα ο Τσάρλι έμοιαζε να μου λέει ότι τελικά δεν θα το χρειαζόμουν. Αυτό μου έλεγε; Αρνιόμουν να πιστέψω ότι το μήνυμά του ήταν ξεκάθαρο. Τότε ήρθε η σερβιτόρα, κι εγώ δεν ήξερα τι να παραγγείλω. Αν έπαιρνα κόκα-κόλα, θα φαινόμουν υπερβολικά μικρή, αλλά το Jack Daniels με κόκα-κόλα θα μ’ έκανε να φαίνομαι ακόμα μικρότερη, ενώ ένα κιρ ρουαγιάλ μπορεί να μ’ έκανε να μοιάζω με ηθοποιό, αλλά ίσως με ηθοποιό που προσπαθούσε υπερβολικά να δείχνει αδιάφορη. Μέσα στον ξαφνικό πανικό μου, κατέφυγα στο Perrier με τριμμένο πάγο και λάιμ, το οποίο μ’ έκανε να μοιάζω με Καλιφορνέζα, έστω κι αν αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελα. «Η ταινία θα έχει βγει στις αίθουσες μέχρι την πρεμιέρα του έργου» είπα διστακτικά.
Ο Τσάρλι ανασήκωσε τους ώμους, υπονοώντας ότι ήμουν άσχετη από ημερομηνίες κυκλοφορίας. Είχε δίκιο, φυσικά, και τότε σκέφτηκα πως μάλλον περίμενε ότι θα πήγαινα μαζί του στο κρεβάτι. Με είχε φέρει σ’ ένα θεοσκότεινο μπαρ ξενοδοχείου για να μιλήσουμε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια παράσταση του Μπρόντγουεϋ, τον οποίο όμως, προς μεγάλη του λύπη, δεν μπορούσε να μου δώσει. Ή ίσως μπορούσε. Φαντάστηκα πως το κλειδί του δωματίου βρισκόταν ήδη στην τσέπη του. Διέτρεξα στα γρήγορα τις επιλογές μου, μια αίσθηση που δεν διέφερε και πολύ από την παραγγελία του ποτού μου: μπορούσα να φανώ αγανακτισμένη ή προσβεβλημένη, ή, εναλλακτικά, μπορούσα να μπω μαζί του στο ασανσέρ. Σ’ αυτή τη δουλειά, όλες δεν αναγκάζονταν κάποια στιγμή να κοιμηθούν με κάποιον; Θα πήγαινα μαζί του αν αυτό συνεπαγόταν πως θα έπαιζα την Έμιλυ στο Μπρόντγουεϋ πλάι στον Σπόλντινγκ Γκρέυ;
Ναι. Ναι, θα πήγαινα.
«Κοίτα, είσαι φοβερή» μου είπε, ακουμπώντας τα χέρια του στο λευκό τραπεζομάντιλο, ακριβώς μπροστά από το κερί που τρεμόπαιζε στο τραπέζι μας. Ωραία χέρια ― χωρίς βέρα ― τουλάχιστον θα γλίτωνα τις επιπλέον τύψεις. «Όμως παίζονται πάρα πολλά χρήματα. Πρέπει να είσαι σε θέση να φέρεις εισιτήρια».
«Ο Σπόλντινγκ Γκρέυ φέρνει εισιτήρια».
«Κι εσύ πρέπει να είσαι σε θέση να βοηθήσεις τον κύριο Γκρέυ».
Έβαλα κι εγώ τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι, από τη δική μου πλευρά του κεριού. Θεωρούσα πως έκανα τις προθέσεις μου αρκετά προφανείς, χωρίς ταυτόχρονα να θυμίζω μέντιουμ σε σεάνς. Είχε τα διπλά μου χρόνια, πάνω-κάτω. Τον κοίταξα όπως με κοίταζε κάποτε ο Τζίμμυ-Τζωρτζ. Όπως κοίταζε και τη Βερόνικα. «Πες μου τι πρέπει να κάνω».
Τότε ο Τσάρλι έβαλε τα γέλια. Δεν ήταν νευρικό γέλιο, ήταν ένα βροντερό, απρόσμενο ξεκάρδισμα. Εκείνη τη στιγμή ήρθε και η σερβιτόρα με την κόκα-κόλα λάιτ του και το Perrier μου. Ο Τσάρλι σκούπισε τα μάτια με τον αντίχειρά του και ήπιε μια γουλιά απ’ το αναψυκτικό του για να ηρεμήσει. «Με τον θείο σου γνωριζόμαστε από πριν γεννηθείς» μου είπε. «Το ήξερες; Παίζαμε σκουός με τον Ρίπλεϋ πίσω από το Υ της επιγραφής του Χόλλυγουντ. Τρομερό ρεβέρ αυτός ο άνθρωπος. Μια φορά παραλίγο να μου σπάσει τη μύτη».
«Ναι, το σκουός ήταν πάντα το παιχνίδι του». Καλοσύνη του Ρίπλεϋ που φρόντιζε να διαφυλάσσει την τιμή μου ακόμα και εν τη απουσία του, αλλά ακόμα μεγαλύτερη καλοσύνη του θα ήταν αν είχε θυμηθεί να με ενημερώσει κιόλας.
Αν Πάτσετ, Τομ Λέικ, σελ.: 88-90, μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου
Η Ann Patchett (1963) γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και μεγάλωσε στο Τενεσσή των Ηνωμένων Πολιτειών. Σπούδασε στο Sarah Lawrence College και στο Iowa Writers' Workshop. Αναγνωρίζεται ως μια απ' τις σημαντικότερες πεζογράφους της εποχής μας. Έχει κερδίσει, μεταξύ άλλων, το PEN/Faulkner Award, το Orange Prize for Fiction, το Harold D. Vursell Memorial Award της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ενώ υπήρξε φιναλίστ για το National Book Critics Award και, το 2020, φιναλίστ για το βραβείο Pulitzer Λογοτεχνίας. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Το 2011 ίδρυσε στο Νάσβιλ το φημισμένο ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο Parnassus Books. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Μπελκάντο (Ωκεανίδα, 2001), Ο ποταμός των θαυμάτων (Μεταίχμιο, 2013) και Το ολλανδέζικο σπίτι (ΔΩΜΑ, 2021).
ΑΝ ΠΑΤΣΕΤ
ΤΟΜ ΛΕΪΚ
Τίτλος πρωτοτύπου: Tom Lake
Μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου
Επιμέλεια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου & Θάνος Σαμαρτζής
Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου
Πίνακας εξωφύλλου: Gustave Caillebotte, Parterre de marguerites © Musée des impressionnismes Giverny
σελ. 410
20 €
Κυκλοφορία: Νοέμβριος 2023
Σειρά: τα πεζά / 29
ISBN: 978-618-5598-28-0