Η φωτογραφία (1986)
Η ταινία της χρονιάς ―και μάλιστα μια απ’ τις καλύτερες ταινίες της μεταδικτατορικής περιόδου― γυρίστηκε από τον εκπατρισμένο Έλληνα Νίκο Παπατάκη, ο οποίος επέστρεψε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα για να γυρίσει το μεγαλύτερο κινηματογραφικό του επίτευγμα, τη Φωτογραφία. Αφού γύρισε το αμφιλεγόμενο Gloria Mundi (1976) στη Γαλλία, ο Παπατάκης σκηνοθέτησε με εικαστική λιτότητα και υφολογική απλότητα μια απ’ τις πιο αμφίσημες και τραγικές ελληνικές ταινίες.
Η υπόθεση ήταν απλή. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ένας νεαρός άνδρας ―τον οποίο ερμηνεύει με μεταδοτική, ασθμαίνουσα αγωνία ο καθηλωτικός Άρης Ρέτσος― διαφεύγει στο Παρίσι, όπου βρίσκει καταφύγιο σ’ έναν μακρινό συγγενή του, γουναρά ― τον οποίο υποδύεται με απίστευτη ηρεμία και αινιγματικότητα ο Χρήστος Τσάγκας. Έχει μαζί του τη φωτογραφία μιας λαϊκής τραγουδίστριας, την οποία παρουσιάζει ως πορτρέτο της αδελφής του. Ο προστάτης του ερωτεύεται την κοπέλα της φωτογραφίας και αρχίζει ένας φαύλος κύκλος εξαπάτησης και ψεύδους. Όταν αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να παντρευτεί ο άντρας την αδελφή, ο νεαρός τον σκοτώνει πριν φτάσουν στο απομακρυσμένο χωριό. Αυτό το ψυχολογικό θρίλερ είναι δομημένο γύρω από την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση ενός αρχικά αθώου ψέματος. Καθώς τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο, βουλιάζουν ο καθένας στον δικό του φαντασιακό κόσμο, εξαρτώμενοι όλο και περισσότερο ο ένας από τον άλλον.
Η ταινία έχει ερμηνευτεί ως οπτική μετάφραση της εγελιανής διαλεκτικής αφέντη-δούλου, καθώς ο νεαρός εξαρτάται από τον μεγαλύτερο άντρα, του οποίου τις επιθυμίες πρέπει να ικανοποιεί για να διατηρήσει τη θέση του, καθιστώντας παράλληλα τον αφέντη εξαρτώμενο από αυτόν. Παρά την ετεροφυλόφιλη ιστορία, υπάρχει ένα λανθάνον αλλά έντονο υπόγειο ρεύμα ομοερωτισμού, που εκφράζεται εξαιρετικά από τον Παπατάκη στην καθημερινή ρουτίνα των κοινών γευμάτων και στο παρεκκλίνον λεκτικό των επιστολών που υποτίθεται ότι γράφει η αδελφή. Η αδυναμία των ανδρών να επικοινωνήσουν είναι μοιραία. Όπως παρατηρεί η Χρυσάνθη Σωτηροπούλου: «Στην πραγματικότητα, οι δύο ήρωες πληρώνουν την απουσία ανθρώπινης επαφής. Εγκλωβισμένοι στο όνειρο αδυνατούν να βιώσουν τη δικιά τους φιλία. Μια φιλία που είναι υπαρκτική και σημαντική». Τα χρώματα της ταινίας είναι ουδέτερα και παγερά, οι διάλογοι διφορούμενοι και μετεωριζόμενοι, τα σκηνικά, ιδίως στο Παρίσι, κλειστοφοβικά και αποξενωτικά. Η τελευταία σκηνή, καθώς οι δύο άνδρες κατευθύνονται μέσα από ορεινούς δρόμους προς το χωριό, θυμίζει κάτι από Hitchcock και Melville. Στο τέλος, ο νεαρός άνδρας στρέφεται προς την κάμερα και, σαν σε τραγωδία, εν είδει ηθικής κατακλείδας, λέει στους θεατές:
Τον σκότωσα από αγάπη... Ο Γεράσιμος Τζίβας έφυγε, προσμένοντας τα πάντα από την Ευτυχία. Και πριν η πραγματοποίηση του ονείρου του τον σκοτώσει με ένα φριχτό θάνατο. Μακάρι η πράξη μου να κάνει να συλλογιστούν όλους αυτούς που στον κόσμο εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους, για πεπρωμένα που δεν είναι τα δικά τους, κυνηγώντας τα διαρκώς, σαν τον Γεράσιμο και μένα, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να τα φτάσουν.
Ήταν ένας βαθύς φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στη μοίρα των ανθρώπων της διασποράς, που προσκολλώνται σε ξεθωριασμένες αναμνήσεις του παρελθόντος, ενώ βιώνουν την πραγματικότητα μέσα από αντανακλάσεις και υποκατάστατα, ανίκανοι να δουν κατάματα τις προκλήσεις του παρόντος. Ταυτόχρονα, η ταινία εμβάθυνε με ωμή ειλικρίνεια στο χαρακτήρα του «απλού» Έλληνα, καθώς βρίσκεται ανίκανος να αντιμετωπίσει τις πιέσεις της Ιστορίας, με αποτέλεσμα να επιστρέφει σ’ έναν φαντασιακό κόσμο πλημμυρισμένο από μετατοπισμένα και καταπιεσμένα συναισθήματα. Η ταινία του Παπατάκη απέφευγε την εξιδανίκευση, τον κινηματογράφο του «δημιουργού» και το φολκλόρ, και απεικόνιζε με αφοπλιστικό ψυχολογικό βάθος τις σιωπηλές τραγωδίες μέσα σε μια κοινωνία στερούμενη ελευθερίας και, συνακόλουθα, ηθικών αντιστάσεων.
Βρασίδας Καραλής
Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου
Μετάφραση: Αχιλλέας Ντελλής