Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955)
Λίγο μετά την ταινία του Τάλλας, ο Τζαβέλλας κυκλοφορεί το συγκινητικό του μελόδραμα Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955), το σπουδαιότερο κινηματογραφικό του έργο. Από την άποψη της απλότητας της αδιάσπαστα γραμμικής αφήγησης, η ταινία είναι το πρώτο μεγάλο επίτευγμα του ελληνικού κινηματογράφου σε επίπεδο φόρμας, και αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ στη χώρα.
Ο σκηνοθέτης στήνει με επιτυχία μια ιστορία που εκτυλίσσεται απρόσκοπτα, συμπλέκοντας τέσσερα επεισόδια με υφολογικά διαφορετικούς τρόπους. Η ταινία παρουσιάζει μια κοινωνία που εξακολουθεί ν’ ανακαλύπτει δεσμούς και σύμβολα ακόμη και σ’ ένα κάλπικο νόμισμα. Το κάθε επεισόδιο έχει δικό του φωτισμό, διαφορετική μουσική, ξεχωριστό σκηνικό και συγκεκριμένη ιδιόλεκτο. Το φιλμ αποκαλύπτει μια κοινωνία πολυεπίπεδη και διαφοροποιημένη, με τους κοινοτικούς δεσμούς ακόμα ανέπαφους, αλλά τραυματισμένη και εν συγχύσει, μια κοινωνία που συγκαλύπτει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα πίσω απ’ το μελοδραματικό προσωπείο ελαφρών περιστατικών ή μέσω της συναισθηματικής υπερβολής. Στο βάθος υπάρχει μια πόλη αεικίνητη και γεμάτη ενέργεια. Από παντού εμφανίζονται άνθρωποι που αποζητούν χρήματα και την ασφάλεια που μόνον ο πλούτος και τα υλικά αγαθά μπορούν να προσφέρουν. Ο Τζαβέλλας είναι στο στοιχείο του μέσα στους κλειστούς χώρους, στους ιδιωτικούς εσωτερικούς χώρους ιδανικών σαλονιών και μοντέρνων σπιτιών. Είναι δεξιοτέχνης στη διαρρύθμιση του σκηνικού, στα κοστούμια και τον εσωτερικό φωτισμό, δείχνοντας με αποτελεσματικότητα πώς αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι μέσα στον συρρικνούμενο χώρο της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής.
Το ύφος του Τζαβέλλα αντανακλά μια βαθιά έγνοια για το μοναχικό άτομο που βιώνει την αστική πραγματικότητα της ανωνυμίας και της αποπροσωποποίησης — αυτό είναι το κεντρικό θέμα όλων των ταινιών του. Παρουσιάζει μια κοινότητα που ακόμα διατηρεί τις αξίες της, αλλά όπου οι ρωγμές και οι ρήξεις που προκαλεί το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα γίνονται όλο και πιο εμφανείς και καταστροφικές. Οι τέσσερις ιστορίες της ταινίας επικεντρώνονται σε συμπαθητικές μορφές απόκληρων, που ζουν την περιπέτεια της καθημερινής τους ζωής μόνοι, ενάντια σ’ ένα σύμπαν εχθρικών προσώπων και παρεμβατικών θεσμών· ούτε η πολιτική ιδεολογία ούτε το ερωτικό πάθος τούς βοηθούν να ορίσουν την ταυτότητα και την αυτοαντίληψή τους.
Ένα επεισόδιο με μια πόρνη και έναν δήθεν τυφλό ζητιάνο δείχνει με σπαρακτική τραγικότητα και απαισιόδοξο χιούμορ τη φρίκη των εμπορευματοποιημένων ανθρώπινων επαφών. Στο πλαίσιο ενός απειλητικού κράτους και μιας απούσας εξουσίας, οι ήρωες του Τζαβέλλα προσπαθούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα και να βρουν τη θέση τους στην κινούμενη άμμο της ιστορίας. Οι πρωταγωνιστές καταφεύγουν στην απάτη ή τη μικροπρέπεια επειδή από τη ζωή τους λείπει κάτι υψηλότερο. Διακινδυνεύουν την αξιοπρέπειά τους επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν από μια ύπαρξη χωρίς ελπίδα· γίνονται γελοίοι επειδή καταλαβαίνουν ότι τα συναισθήματα έχουν καταστεί ανταλλάξιμα αγαθά. «Εγώ όμως δεν θα ζωγραφίσω την αβεβαιότητα, αλλά τη βεβαιότητα, το σ’ αγαπώ» λέει ο φτωχός ζωγράφος στην ερωμένη του στην τελευταία ιστορία.
Ωστόσο, η μόνη τους βεβαιότητα βασιζόταν σε μια κάλπικη λίρα, σε μια ψευδαίσθηση, μια απάτη. Θα χωριστούν και θα ζήσουν σε βουβή απελπισία μια χαμηλόφωνη τραγωδία, μια κενή ευμάρεια. «Κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία» σχολιάζει ο αφηγητής στο τέλος της ταινίας. «Κάλπικο είναι γενικά το χρήμα».
Το βλέμμα του Τζαβέλλα προσπαθεί να αποκαταστήσει τα ανθρώπινα συναισθήματα στην άσπιλη προνεωτερική αγνότητά τους. Τίποτα όμως δεν αντέχει στην επέλαση του χρόνου και στο στίγμα της φτώχειας — όλη η ζωή τελειώνει με μοναξιά. Η κοινωνική αναγνώριση και η δημόσια αποδοχή γίνονται οι πιο προφανείς εκδηλώσεις της απελπισίας και της υπαρξιακής παραίτησης.
Μέσα από ένα τέτοιο «συμβατικό» υλικό, με σαφώς καθορισμένους έμφυλους ρόλους και ταξικές διαφοροποιήσεις, η κοινωνία απλώς προχωρά πάνω απ’ τα ερείπια των απλών ανθρώπων. Ο Τζαβέλλας προσπαθεί σκληρά να πιστέψει ότι στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχουν ταξικές διακρίσεις, και οι ταινίες του πάντα τελειώνουν μ’ ένα είδος συμφιλίωσης και καταλλαγής. Ωστόσο, απεικονίζουν και τις σκοτεινές σκιές μιας πραγματικότητας που αδιαφορεί για το άτομο, καθώς η εξατομικευμένη ύπαρξη είναι ένα παράδοξο, μια παρέκκλιση που «θεραπεύεται» μόνο μέσω της συμβατικότητας και του κομφορμισμού: μόνον εφόσον γίνει κανείς «φυσιολογικός» αποκτά το δικαίωμα να υπάρχει.
Η ταινία υπήρξε ο πρώτος θρίαμβος του νέου, τεχνολογικά εξελιγμένου στούντιο της εταιρείας Ανζερβός, ανταγωνίστριας της Finos Film. Ο φωτισμός του έργου ήταν ένα σημαντικότατο επίτευγμα· το μοντάζ του Τζαβέλλα προσπάθησε να δημιουργήσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα που θυμίζει πρώιμες βουβές ταινίες μέσω αντιπαρατάξεων, διπλοεκθέσεων μεταξύ εσωτερικών χώρων και εξωτερικής πραγματικοτήτας και μεταβατικών πλάνων που σβήνουν αργά. Ο πλούτος της αναπαράστασης και η πυκνότητα της εικόνας επιτρέπουν συγκρίσεις των ταινιών του Τζαβέλλα με εκείνες του Max Ophüls και του Frank Capra.
Βρασίδας Καραλής
Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου
Μετάφραση: Αχιλλέας Ντελλής