Μαρία Πλυτά


Στους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της περιόδου συγκαταλέγεται και η Μαρία Πλυτά (1915–2006), η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτρια, το έργο της οποίας αναπτύχθηκε κάτω από την κυρίαρχη σκιά των ανδρών σκηνοθετών. Γύρισε συνολικά 17 ταινίες μεταξύ 1950 και 1970. Μεταξύ αυτών ήταν Η λύκαινα (1951), η Εύα (1953), Το κορίτσι της γειτονιάς (1954) και Η δούκισσα της Πλακεντίας (1956), που όλες διερευνούν τη γυναικεία παρουσία ως ενοχλητική παραφωνία μέσα στην παντοκρατορία των παραδοσιακών προτύπων της πατριαρ­χίας. Η Πλυτά εργάστηκε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής της για να αναπαραστήσει με τρόπο απαραμόρφωτο τους καταπιεσμένους, τους απόκληρους και τους περιθωριοποιημένους, αρθρώνοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή του μελοδράματος, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα υποτιμημένη. Τις ταινίες της χαρακτηρίζει μια σκοτεινή ατμόσφαιρα τραύματος και απώλειας, ενώ η κινηματογράφηση αναδει­κνύει μια εξαιρετικά ευαίσθητη, σχεδόν ιμπρεσιονιστική φωτογραφία. Είχε ένα σπάνιο χάρισμα στο να παρουσιάζει το άτομο ως το κέντρο ενός καταρρέοντος κοινωνικού συνόλου — η δε ενσυναίσθηση και ο ανθρωπισμός της ανυψώνουν τις ιστορίες των ατόμων σε συλλογικά σύμβολα. Πρόσεχε επίσης μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια τους εσωτερικούς χώρους και τη σκηνογραφία των ταινιών της, παρόλο που εργαζόταν πάντα μέσα στους περιορισμούς πολύ σφιχτών προϋπο­λογισμών. Αντιμετώπιζε, εξάλλου, διαρκώς, μέχρι το τέλος της δημιουργικής της ζωής, την προκατάληψη και την απόρριψη. Ο Φιλοποίμην Φίνος είχε δηλώσει δημοσίως: «Οι γυναίκες δεν μπορούν να είναι σκηνοθέτες!». Κατά συνέπεια, η Πλυτά δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει επαρκή χρηματοδότηση από τους καθιερωμένους παραγωγούς, μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η Πλυτά διέθετε μια διαισθητική αντίληψη για τα σκηνικά, τον εσωτερικό φωτισμό και το γρήγορο μοντάζ. Όπως παραδέχτηκε κάποτε, της άρεσε να δουλεύει στη μουβιόλα και να επανεξετάζει το διάλογο και τη δράση καθώς μόνταρε τις ταινίες της. Διέθετε μια βαθιά εμπειρική αντίληψη για το πώς τα πλάνα επηρεάζουν τον θεατή. «Το μελό» εξήγησε στην Γκαίη Αγγελή «δεν ήταν μόνο στο σύνολο της ιστορίας αλλά και στην σκηνοθεσία, για παράδειγμα αν πείσμωνε κάποιος αυτό τό ’βγαζα μέσα από ένα κοντινό της σφιγμένης γροθιάς». 

Στη Λύκαινα, η Πλυτά δημιούργησε τον πρώτο χαρισματικό και ανεξάρτητο γυναικείο χαρακτήρα στον ελληνικό κινηματογράφο, με έντονα νεορεαλιστικά στοιχεία, μέσα από μια σκόπιμα στυλιζαρισμένη και σχεδόν θεατρική αναπαράσταση, η οποία παρ’ όλα αυτά υπερέβαινε τους κώδικες του καθαρού νεορεαλισμού. Είχε επίσης ξεκάθαρες ιδέες για το ρόλο του σκηνοθέτη: «Είναι φυσικό, σε μια ταινία, νά ’ναι κυρίαρχος και υπεύθυνος για όλα ο σκηνοθέτης· να είναι η ψυχή της. Είναι ο άνθρωπος που βλέπει την ταινία σε μια φανταστική οθόνη, με όλες τις λεπτομέρειές της».


Η Εύα είναι μια προκλητική ταινία, ασύμβατη με τα ήθη της εποχής· το σενάριο αφορά μια γυναίκα που επιστρέφει στον σύζυγό της, αφού πρώτα τό ’σκασε με τον νεαρό εραστή της. Με βάση το σενάριο του Ανδρέα Λαμπρινού, η Πλυτά φτιάχνει μια ταινία γεμάτη αισθησιασμό, συναισθηματική σκληρότητα και σεξουαλική ενοχή, που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τις ταινίες Θυσία προς την ηδονή του Alf Sjöberg (Fröken Julie, 1951) και Οι ερασταί της σάρκας του Marcel Carné (Thérèse Raquin, 1953) όσον αφορά την αδυσώπητη διαπάλη μεταξύ επιθυμίας και ηθικής ευθύνης. Ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας είναι γεμάτος από υπαρξιακή ευφορία και ηθική αμφιθυμία, ενώ οι δύο βασικές αρσενικές μορφές βασανίζονται από σφοδρές επιθυμίες, ανασφάλεια και μίσος για τον εαυτό τους. «Πώς μπορεί να είναι έτσι σάπια η ζωή;… Πώς μπορεί ο έρωτας να αφήνει τέτοια γεύση;…» ρωτάει ο νεαρός εραστής της Εύας, ενώ ο σύζυγός της, για να την πείσει να μείνει μαζί του, λέει: «Μοιάζουμε όμως. Και οι δύο είμαστε σιχαμεροί, πεθαμένοι. Γιατί λοιπόν να μη μείνουμε για πάντα μαζί;». 


Η Πλυτά παρουσιάζει τον γυναικείο χαρακτήρα σαν ένα αληθινό ανθρώπινο ον, επιρρεπές στο σφάλμα, αμφίθυμο και σαγηνευτικό: καμία εξιδανίκευση, καμία υπόσχεση αιώνιας αγάπης, καμία συζυγική πίστη — η απόλυτη προσβολή στο πατριαρχικό κατεστημένο. Ακόμη και το όνομα Εύα, με τις θρησκευτικές του συνδηλώσεις, ως το πρόσω­πο μέσω του οποίου το Κακό κυρίευσε την ανθρώπινη ψυχή, αντισταθμίζεται από το παράξενο όνομα του νεαρού εραστή της, του Αντίνοου, του απερίσκεπτου νέου, όπως ήταν ο αλαζονικός μνηστήρας της Πηνε­λόπης στην Οδύσσεια του Ομήρου. Η Εύα είναι μια «παρά­ταιρη» ταινία, και η πρώτη ρηξικέλευθη τομή στην αναπαράσταση των φύλων στον ελληνικό κινηματογράφο, με ρεαλιστικό διά­λογο, πειστικούς χαρακτήρες και ρυθμική αφήγηση, ανοίγοντας το δρόμο για τη Στέλλα του Κακογιάννη. Παρά τα προβλήματα ήχου, το φτωχό σκηνικό και τα προβλήματα στη σκηνική συνέχεια, η Εύα είναι μια ταινία που αξίζει να τη δει κανείς ακόμα και σήμερα· στην πραγματικότητα, πρέπει να ανακαλυφθεί ξανά, για τον πρωτοποριακό τρόπο με τον οποίο εξερευνά την έμφυλη ταυτότητα.

Βρασίδας Καραλής

Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου

Μετάφραση: Αχιλλέας Ντελλής